-
1 πεντα-
-
2 πεντα-πρωτεία
πεντα-πρωτεία, ἡ, Amt u. Würde der πεντάπρωτοι, der fünf ersten Männer im Staate, Pand.
-
3 πεντα-πετές
πεντα-πετές, τό, = πεντάφυλλον, Diosc.
-
4 πεντα-πλόα
πεντα-πλόα, ἡ, eine Art Becher, Ath. XI, 495 f, καϑ' ὅσον οἶνον ἔχει καὶ μέλι καὶ τυρὸν καὶ ἄλφιτον καὶ ἐλαίου βραχύ, also mit fünffachem Inhalt.
-
5 πεντα-πλόος
πεντα-πλόος, zsgzgn - πλοῦς, fünffältig, Sp.
-
6 πεντα-πλασιότης
πεντα-πλασιότης, ητος, ἡ, das Fünffache, Nicom. arithm. 2, 5.
-
7 πεντα-πλασι-επι-τέταρτος
πεντα-πλασι-επι-τέταρτος, 51/4 mal so groß, Nicom. arithm. 1, 22.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντα-πλασι-επι-τέταρτος
-
8 πεντα-πλασι-επί-πεμπτος
πεντα-πλασι-επί-πεμπτος, 51/5 mal so groß, Nicom. arithm. 1, 22.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντα-πλασι-επί-πεμπτος
-
9 πεντα-πλασι-επί-τριτος
πεντα-πλασι-επί-τριτος, 51/3 mal so groß, Nicom. arithm. 1, 22.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντα-πλασι-επί-τριτος
-
10 πεντα-πλασι-εφ-ήμισυς
πεντα-πλασι-εφ-ήμισυς, 51/2 mal so groß, Nicom. arithm. 1, 22.
-
11 πεντα-πλασιάζω
πεντα-πλασιάζω, verfünffachen, Sp.
-
12 πεντα-πλασίων
πεντα-πλασίων, ονος, = πενταπλάσιος, Sp.
-
13 πεντα-πλάσιος
πεντα-πλάσιος, ion. - πλήσιος, Her. 6, 13, fünffach, Arist. pol. 2, 6 u. Folgde.
-
14 πεντα-πλήσιος
πεντα-πλήσιος, ion. statt. πενταπλάσιος.
-
15 πεντα-πάλαιστος
πεντα-πάλαιστος, fünf Querhände breit, Xen. Cyn. 10, 3. 9, 14.
-
16 πεντα-πέτηλον
πεντα-πέτηλον, τό, = πεντάφυλλον; Theophr.; Nic. Th. 839.
-
17 πεντα-πήχης
πεντα-πήχης, ες, = Folgdm, Sp., bei Strab. zw.
-
18 πεντα-σπίθαμος
πεντα-σπίθαμος, von fünf Spannen; Xen. Cyn. 2, 5. 8, Strab.
-
19 πεντα-σταδιαῖος
πεντα-σταδιαῖος, = Folgdm, Luc. V. H. 1, 40.
-
20 πεντα-στάτηρος
πεντα-στάτηρος, fünf στατῆρες schwer od. werth, δίκελλα, Sosicrat. com. bei Poll. 4, 173. 9, 57 erkl. durch πεντάλιτρος.
См. также в других словарях:
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πεντα- — α συνθετικό αντί πέντε: Πεντάγωνο, πεντάγραμμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
πεντάμορφος — η, ο / πεντάμορφος και πεντέμορφος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πέντε μορφές ή πέντε σχήματα νεοελλ. 1. πολύ όμορφος, πανέμορφος 2. το θηλ. ως ουσ. η Πεντάμορφη (λαογρ.) τύπος νέας κόρης με εκθαμβωτική ομορφιά, που είναι η αγαπημένη ηρωίδα πολλών… … Dictionary of Greek
πεντάσχημος — η, ο / πεντάσχημος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο υπερβολικά άσχημος αρχ. αυτός που έχει πέντε διαφορετικά σχήματα ή μορφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. δεκά σχημος. Ο τ. με την νεοελλ. σημ. «υπερβολικά άσχημος» < πεντ με επιτ. σημ.… … Dictionary of Greek
πεντεκαιπεντηκονταετής — και αττ. τ. πεντεκαιπεντηκονταέτης, ες, Α αυτός που έχει ηλικία πενήντα πέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί πεντήκοντα + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα ετής / πεντα έτης] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
ῥιπέντα — ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass neut nom/voc/acc pl ῥῑπέντα , ῥίπτω throw aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Torah — Sefer Torah at old Glockengasse Synagogue (reconstruction), Cologne The Torah (English pronunciation: /ˈtɔːrə/; Hebrew … Wikipedia
List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C … Wikipedia