-
1 πεντα-σπίθαμος
πεντα-σπίθαμος, von fünf Spannen; Xen. Cyn. 2, 5. 8, Strab.
-
2 πεντασπίθαμος
A five spans long, broad, or high, X.Cyn.2.4,7, Str.15.1.57 ;ἀνδριαντίδιον BCH54.97
(Delos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντασπίθαμος
-
3 πεντασπίθαμος
-
4 πεντασπιθαμος
См. также в других словарях:
πεντασπίθαμος — και αττ. τ. πεντεσπίθαμος, ον, Α αυτός που έχει μήκος ή ύψος πέντε σπιθαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * / πέντε + σπιθαμή (πρβλ. τρι σπίθαμος)] … Dictionary of Greek