-
1 πεντάρραβδος
II [στρατηγὸς] π., = Lat. praetor quinquefascalis, IGRom.1.971 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεντάρραβδος
См. также в других словарях:
τετράρραβδος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις ράβδους ή τέσσερεις ακτίνες τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῥάβδος (πρβλ. πεντά ρραβδος)] … Dictionary of Greek
πεντάρ(ρ)αβδος — ον, Α 1. αυτός που αποτελείται από πέντε ράβδους 2. φρ. «στρατηγὸς πεντάρραβδος» αντιστράτηγος τού Καίσαρος που είχε πέντε ραβδούχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ῥάβδος (πρβλ. τετρά ρραβδος)] … Dictionary of Greek