Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πεντάμετρον

См. также в других словарях:

  • πεντάμετρον — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem acc sg πεντάμετρος consisting of five measures neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκάμετρος — η, ο (Α δεκάμετρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» μετρικό όργανο τού γεωμέτρη) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα αρχ. έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές… …   Dictionary of Greek

  • ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»