-
1 ἐλεγειακός
ἐλεγειακός, elegisch; πεντάμετρον Dion. Hal. de C. V. 25; ἐπινίκιον Ath. IV, 144 e; βιβλία XIII, 597 a.
-
2 ἐλεγεῖον
ἐλεγεῖον, τό, eigentl. adj., sc. μέτρον od. ähnl., – a) Pentameter; Critia. frg. 3; Plut. music. 28; Choerobosc. in B. A. 1383 u. a. Gramm. Nach Draco p. 161 τὸ ἐλεγεῖον σύγκειται ἐκ δύο δακτυλικῶν πενϑημιμερῶν; vgl. Hephaest. p. 92. – b) Distichon; im sing., Thuc. 1, 132 Plat. Hipparch. 228 d; gew. im plur., mehrere zu einem Ganzen verbundene Distichen (nach Hephaest. ἑξαμέτρου πρὸς πεντάμετρον κοινωνία), Rep. II, 368 a u. Folgde; der plur. von einem Distichon, Dem. 59, 98. Den sing. brauchen Strab., Dion. Hal. 1, 49, D. Sic. 11, 14, Plut. Themist. 8 u. a. Sp. für mehrere Distichen. Erst bei Sp. = Klagelied, Paus. 10, 7, 6 Luc. Tim. 46. – c) weil das Distichon das gewöhnliche Metrum zu Inschriften, bes. auf Grabmälern war, Lycurg. 142, übh. = poetische Inschrift, auch in Hexametern, Sp., wie Herod. vit. Hom. 36.
См. также в других словарях:
πεντάμετρον — πεντάμετρος consisting of five measures masc/fem acc sg πεντάμετρος consisting of five measures neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάμετρος — η, ο (Α δεκάμετρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» μετρικό όργανο τού γεωμέτρη) 2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα αρχ. έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές… … Dictionary of Greek
ελεγειακός — ή, ό (Α ἐλεγειακός, ή, όν) 1. (για στίχο) αυτός που ανήκει στο ελεγείο από την άποψη τού μέτρου («ελεγειακό πεντάμετρο», «πεντάμετρον ἐλεγειακόν», «ελεγειακός στίχος» ο δακτυλικός πεντάμετρος στίχος υυ| υυ| | υυ| υυ| 2. φρ. «ελεγειακός ποιητής» ή … Dictionary of Greek