-
1 πενταετες
-
2 πενταετές
πενταετήςlasting five years: masc /fem voc sgπενταετήςlasting five years: neut nom /voc /acc sg -
3 πεντάετες
πενταετήςlasting five years: masc /fem voc sgπενταετήςlasting five years: neut nom /voc /acc sg -
4 πεντα-ετής
-
5 πενταετης
πενταέτης, πενταετής2пятилетний(σπονδαί Thuc.)
ἀπὸ πενταέτεος Her. — с пятилетнего возраста;πενταετὲς ἦθος ψυχῆς παιδίων Plat. — душевный склад пятилетнего ребенка -
6 πενταετης...
πενταετής...πενταέτης, πενταετής2пятилетний(σπονδαί Thuc.)
ἀπὸ πενταέτεος Her. — с пятилетнего возраста;πενταετὲς ἦθος ψυχῆς παιδίων Plat. — душевный склад пятилетнего ребенка -
7 πενταετής
ης, ες пятилетний;πενταετές πρόγραμμα — пятилетний план, пятилетка
-
8 πενταετής
Aἀπὸ πενταέτεος ἀρξάμενοι Hdt.1.136
;πενταετεῖ.. ἤθει ψυχῆς Pl.Lg. 793e
:—fem. [full] πεντᾰετίς, Plu.2.844a.II lasting five years,σπονδαί Th.1.112
codd. ;χρόνος IG12(5).860.29
([place name] Tenos): neut. as Adv., πεντάετες for five years, Od.3.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενταετής
-
9 πενταετής
πεντα-ετής ( ϝέτος): only neut. as adv., πενταετές, five years long, Od. 3.115†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πενταετής
-
10 πενταετής
πεντα-ετής, ές, fünfjährig; πεντάετες, adv., fünf Jahre lang
См. также в других словарях:
πενταετές — πενταετής lasting five years masc/fem voc sg πενταετής lasting five years neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάετες — πενταετής lasting five years masc/fem voc sg πενταετής lasting five years neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
πενταετής — ές ΝΜΑ, και αττ. τ. πενταετής και πεντέτης και πενθέτης, ες, θηλ. πενταετίς και αττ. τ. πενταέτις και πεντέτις, ουδ. και πεντάετες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών 2. αυτός που διαρκεί πέντε χρόνια ή αυτός που έχει καθοριστεί να διαρκέσει… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek
σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek