-
1 πέμπε
A = πέντε, Ps.-Hdt. Vit.Hom. 37; gen.πέμπων Alc.33.7
: [full] πεμπεκαιδέκοτος, [dialect] Aeol. for πεντεκαιδέκατος, IG12(2).82.5 (Mytil.).
См. также в других словарях:
πεμπεκαιδέκοτος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. πεντεκαιδέκατος … Dictionary of Greek
πεντεκαιδέκατος — η, ον, ΜΑ, αιολ. τ. πεμπεκαιδέκοτος, ον, Α [πεντεκαίδεκα] αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό δεκαπέντε, ο δέκατος πέμπτος … Dictionary of Greek