Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πεμμάτιον

См. также в других словарях:

  • πεμμάτιον — small cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμμάτιον — τὸ, Α [πέμμα, ατος] υποκορ. τού πέμμα* …   Dictionary of Greek

  • πεμμάτια — πεμμάτιον small cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλλιχίαρ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «πεμμάτιόν τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πᾶν + θ. λιχ τού λείχω «γλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • στακτικός — ή, όν, Α [στακτός] κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για διήθηση, για διύληση («στακτικόν πεμμάτιον πλακουντῶδες ἄλλοι δὲ ἀγγεῑα διυλίζοντα Νειλῷον ὕδωρ», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»