Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πελιδνός

См. также в других словарях:

  • πελιδνός — livid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνός — ή, ό / πελιδνός, ή, όν, αττ. τ. πελιτνός, ή, όν, ΝΜΑ (ιδίως για το χρώμα τού δέρματος) μαυροκίτρινος, ωχρός («χρὼς ψυχρὸς καὶ πελιδνὸς ἐγένετο», Διόδ.) νεοελλ. συνεκδ. καταφοβισμένος, κίτρινος από τον φόβο του. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. πελιδνός / πελιτνός …   Dictionary of Greek

  • πελιδνός — ή, ό μελανιασμένος, μαυροκίτρινος, ωχρός: Έγινε πελιδνός από το φόβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πελιδνά — πελιδνός livid neut nom/voc/acc pl πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc/acc dual πελιδνά̱ , πελιδνός livid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνότερον — πελιδνός livid adverbial comp πελιδνός livid masc acc comp sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνῶν — πελιδνός livid fem gen pl πελιδνός livid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιτνόν — πελιδνός livid masc acc sg πελιδνός livid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδναί — πελιδνός livid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνοτάτους — πελιδνός livid masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελιδνοῖς — πελιδνός livid masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»