-
1 πελαργος
ὁ аист Arph., Plat. etc. -
2 πελαργός
πελαργόςstork: masc nom sg -
3 πελαργός
πελαργ-ός, ὁ,A stork, Ciconia alba, Ar. Av. 1355, Pl. Alc.1.135d, Arist. HA 615b23, Mir. 832a15, Suid. s.v. ἀντιπελαργεῖν.II sts. confounded with Πελασγός (cf.πελαργικός 11
), Str.5.2.4, 9.1.18, D.H. 1.28 ;ὁ π. ἀλοίτης Call.
Fr.anon. 72. (A pronunciation πελᾱργός (or Πελᾱργός ?) with [pron. full] ᾱ by nature is condemned by Phryn. 88.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελαργός
-
4 πελαργός
ο аист -
5 πελαργός
[голаргос] ουσ α аист. -
6 πελαργός
la cigonya -
7 πελαργός
πελ-αργός, ὁ, der Storch; eigtl. Schwarz-weiß -
8 πελαργός
cigogne -
9 πελαργός
bocian (m) rzecz. -
10 πελαργός
čáp -
11 πελαργός
storkΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πελαργός
-
12 ὀρει-πελαργός
ὀρει-πελαργός, ὁ, Bergstorch, eine Geierart, sonst γρυπαιετός genannt, Arist. H. A. 9, 32.
-
13 πελαργοί
πελαργόςstork: masc nom /voc pl -
14 πελαργούς
πελαργόςstork: masc acc pl -
15 πελαργέ
πελαργόςstork: masc voc sg -
16 πελαργόν
πελαργόςstork: masc acc sg -
17 πελαργάω
-
18 ορειπελαργος
-
19 πελαργοίς
-
20 πελαργοῖς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πελαργός — stork masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελαργοῖς — πελαργός stork masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοί — πελαργός stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοῦ — πελαργός stork masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργούς — πελαργός stork masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργέ — πελαργός stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργόν — πελαργός stork masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)