-
1 πελαργός
bocian (m) rzecz.
См. также в других словарях:
πελαργός — stork masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
πελαργός — ο θηλ. πελαργίνα μεγαλόσωμο πουλί που έρχεται στην Ελλάδα μαζί με τα χελιδόνια, λέλεκας, λελέκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελαργοῖς — πελαργός stork masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοί — πελαργός stork masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργοῦ — πελαργός stork masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργούς — πελαργός stork masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργέ — πελαργός stork masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῶν — πελαργός stork masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργῷ — πελαργός stork masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαργόν — πελαργός stork masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)