-
1 πελάτης
[пэлатис] ουσ. а. клиент, завсегдатай,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πελάτης
-
2 заказчик
-
3 клиент
-
4 пациент
-
5 покупатель
покупатель м о αγοραστής, ο πελάτης* \покупательница η πελάτισσα.* * *м; ж - покупательницаο αγοραστής, ο πελάτης -
6 абонент
1. свз. о συνδρομητ/ής 2. (аппаратура) о σταθμός, η μονάδα επικοινωνίας 3. (владелец абонента) о συνδρομητής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонент
-
7 заказчик
ο παραγγελιοδόχ/ος, ο παραγ-γελιοδότης, ο πελάτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказчик
-
8 пациент
ο ασθενής, ο πελάτης (του ιατρού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пациент
-
9 подзащитный
юр. о προστατευόμενος, ο πελάτης του/της δικηγόρου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подзащитный
-
10 покупатель
ο αγοραστ/ής, ο πελάτηςвозможный - πιθανός -, ενδεχόμενος -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покупатель
-
11 заказчик
заказ||чикм ὁ παραγγελιοδό-της, ὁ πελάτης. -
12 клиент
клиентм ὁ πελάτης, ἡ πελάτισσα. -
13 пациент
пациентм ὁ πελάτης γιατροῦ, ὁ ἀσθενής. -
14 подзащитный
подзащитныйм юр. ὁ πελάτης δικηγόρου. -
15 покупатель
покупательм ὁ ἀγοραστής, ὁ πελάτης. -
16 постояниый
постояни||ыйприл1. (непрерывный) διαρκής, παντοτεινός, συνεχής / τακτικός (регулярный):\постояниыйый посетитель ὁ θαμών, ὁ τακτικός ἐπισκέπτης· \постояниыйый покупатель ὁ τακτικός πελάτης·2. (не временный) μόνιμος:\постояниыйая работа ἡ μόνιμη ἐργασία·3. (неизменный) σταθερός, πιστός:\постояниыйый характер ὁ σταθερός χαρακτήρας· \постояниыйая величина мат ἡ σταθερή ποσότητα· \постояниыйый ток эл. τό συνεχές ρεύμα. -
17 клиент
[κλιιέντ] ουσ. α. πελάτης -
18 клиент
[κλιιέντ] ουσ α πελάτης -
19 забирать
-
20 клиент
-а α.1. πολίτης εξαρτημένος από τον κύριο (στην αρχαία ρώμη).2. πελάτης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πελάτης — one who approaches masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια … Dictionary of Greek
πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελάται — πελάτης one who approaches masc nom/voc pl πελάτᾱͅ , πελάτης one who approaches masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελατῶν — πελάτης one who approaches masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάταις — πελάτης one who approaches masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτην — πελάτης one who approaches masc acc sg (attic epic ionic) πελά̱την , πελάω imperf ind act 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελάτου — πελάτης one who approaches masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαμώνας — ο 1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου») 2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να… … Dictionary of Greek
κουρείο — Το κατάστημα του κουρέα, γνωστό και ως κομμωτήριο. Ο κουρέας ή κομμωτής αναφέρεται και με την ονομασία μπαρμπέρης, λέξη ιταλικής προέλευσης, από την οποία αντίστοιχα και το κ. ονομάζεται μπαρμπέρικο. Τα σύγχρονα πολυτελή κ., και ιδιαίτερα των… … Dictionary of Greek
πελαστής — ὁ, Α πελάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού πελάτης < θ. πελα τού πελάζω (βλ. λ. πέλας) + κατάλ. στής] … Dictionary of Greek