-
41 язвить
[γιαζβίτ'] ρ σαρκάζω, πειράζω -
42 язвить
[γιαζβίτ'] ρ σαρκάζω, πειράζω -
43 вышутить
-учу, -утишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вышученный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.αστειεύομαι, πειράζω αστειευόμενος. -
44 задеть
-дену, -денешь; προστκ. заденьρ.σ.κ.αγγίζω, θίγω, άπτομαι, εφάπτομαι, ακουμπώ•рукавом -ел он стакан и опрокинул его με το μανίκι έγγιζε το ποτήρι και το ανέτρεψε.
|| μτφ. πειράζω, πληγώνω•его выступление сильно меня -ла η ομιλία του πολύ με έθιξε.
|| μτφ. επιλαμβάνομαι ακροθιγώς. -
45 затронуть
ρ.σ.μ.1. εγγίζω, θίγω, πειράζω•осколок -ул сердце το θραύσμα έθιξε την καρδιά.
2. μτφ. προσβάλλω• κεντώ•он -ул больное место αυτός έθιξε νευραλγικό σημείο•
он -ул мою честь αυτός μου έθιξε την τιμή•
они -ли его интересы αυτοί του έθιξαν τα συμφέροντα του• затронуть чью-н. слабую струнку θίγω κάποιου την αδύνατη χορδή (αδύνατο σημείο)• - вопрос θίγω ζήτημα•
затронуть самолюбие θίγω το φιλότιμο•
у него -уты легкие του πειράχτηκαν (προσβλήθηκαν!) τα πνευμόνια•
вы первые ή вы сами -ли меня εσείς πρώτοι με θίξατε.
-
46 колоть
колоть 1коли, колешь, μτχ. ενστ. колющий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот, -а, -оρ.δ. μ.1. κεντρίζω, νύσσω, σουβλίζω, μπήγω τι αιχμηρό, τρυπώ•колоть штыком τρυπώ με τη λόγχη•
- ет (απρόσ.) в боку μου περνά πόνος σουβλερός στο πλευρό.
|| μαχαιρώνω, φονεύω, σκοτώνω• σφάζω•колоть барана σφάζω το πρόβατο.
2. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω. || με πικραίνει, με τρώει (σκέψη, ιδέα, αίσθημα κ.τ.τ.).εκφρ.колоть глаза кому – μέμφομαι, κατηγορώ κάποιον ντροπιάζω• προσβάλλω το αίσθημα κάποιου•правда глаза -ет – παρμ. η αλήθεια είναι πικρή ή είναι μαλώτρα• (темно) хоть глаз коли τρισκόταδο, έρεβος.κεντρώ, -ίζω, σουβλίζω•ёж -ется ο σκαντζόχοίρος κεντρίζει (με τ αγκάθια).
колоть 2колю, колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. колотый, βρ: -лот,• -а, -оρ.δ.μ.σχίζω• κόβω• σπάζω, θραύω• κομματιάζω•колоть дрова σχίζω ξύλα•
колоть орехи σπάζω καρύδια•
колоть лёд σπάζω τον πάγο.
σπάζω, σχίζομαι εύκολα, είμαι εύθραυστος. -
47 острить
-
48 палец
-льца α.δάχτυλο, δάκτυλος•большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•
указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•
средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•
безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•
в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•
пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•
считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•
тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•
показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.
εκφρ.палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•- льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•- ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•- ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•- ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•как по -ам(объяснить, рассказать – κ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω). -
49 передразнить
-азню, -азнишьρ.σ. κοροϊδεύω, πειράζω, ερεθίζω. -
50 перетормошить
-шу, -шишь, παθ; μτχ. παρλθ. χρ. перетормошенный, βρ: -шен, -шена., -шеноρ.σ.μ.ενοχλώ πειράζω (όλους, πολλούς)•всех соседей ενοχλώ όλους τους γείτονες.
-
51 подколоть
ρ.σ.μ.1. καρφώνω καρφιτσώνω•-косу καρφιτσώνω την πλεξούδα.
2. (επι)συνάπτω•подколоть характеристику к делу επισυνάπτω έκθεση για την υπόθεση.
3. κεντρίζω, νύσσω.4. μτφ. θίγω, πειράζω, πληγώνω.ρ.σ.μ. σχίζω ακόμα λίγο ή παραπάνω•подколоть дров σχίζω ακόμα λίγα καυσόξυλα.
-
52 подразнивать
ρ.δ. πειράζω, ερεθίζω, εκνευρίζω λίγο. -
53 подтравить
ρ.σ.μ.1. διαβιβρώσκω, τρώγω(με οζέα).2. δηλητηριάζω λίγο.3. θυμώνω, ερεθίζω, πειράζω. -
54 посягнуть
ρ.σ.επιβουλεύω, -ομαι• αγγίζω, θίγω, πειράζω, διανοούμαι να βλάψω. -
55 сыграть
ρ.σ.βλ. играть.εκφρ.сыграть шутку ή штуку – πειράζω κάποιον με αστεία• δουλεύω, κουρτίζω• σκαρώνω δουλιά•сыграть в ящик – (απλ.) τα τινάζω (τα πέταλα, τα κακαρώνω πεθαίνω)•игра ή роль чья сыграна – η μπογιά του πέρασε (η ισχύς, το κύρος του κ.τ.τ.).παίζω καλά. -
56 тревожить
-жу, -жишьρ.δ.μ.1. φοβίζω, ανησυχώ•меня -жит отсуствие писем от дочери ανησυχώ που δεν παίρνω γράμματα από την κόρη.
2. διασαλεύω, διαταράσσω•тревожить тишину διαταράσσω την ησυχία.
3. θίγω, εγγίζω• πειράζω•тревожить рану εγγίζω την πληγή.
εκφρ.тревожить воображение – εμφοβίζω.φοβούμαι, ανησυχώ•тревожить за сана ανησυχώ για το παιδί.
|| θορυβούμαι, ταράσσομαι. -
57 тронуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тронутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. βλ. трогать.2. θίγω, βλάπτω λίγο• πειράζω•мороз -ул деревья η παγωνιά πείραξε τα δέντρα•
пожар не -ул нашего дома η πυρκαγιά δεν ε-πεξετάθηκε στο σπίτι μας•
оспа -ла его лицо η ευλογιά άφησε λίγα σημάδια στο πρόσωπο του.
3. ξεκινώ, εκκινώ, αναχωρώ, φεύγω.1. βλ. трогаться.2. θίγομαι, βλάπτομαι λίγο, πειράζομαι.3. κινούμαι ελαφρά, κάνω ελαφρά κίνηση. -
58 чудить
-дишьρ.δ. κάνω παράξενα, παράδοξα πράγματα ή ανοησίες, κουταμάρες. || κάνω αστεία, καλαμπούρια• πειράζω.
См. также в других словарях:
πειράζω — make proof pres subj act 1st sg πειράζω make proof pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράζω — πειράζω, πείραξα βλ. πίν. 23 (και ως απρόσ. πειράζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πειράζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ενοχλώ (α. «τόν πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;») 2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια τής γειτονιάς») 3. απευθύνω… … Dictionary of Greek
πειράζω — πείραξα, πειράχτηκα, πειραγμένος 1. μτβ., ενοχλώ κάποιον με λόγια ή έργα, θυμώνω, ερεθίζω, παρενοχλώ: Δεν πρέπει να πειράζουμε αυτούς που ενοχλούνται. 2. κάνω ή λέω αστεία σε κάποιον: Αυτός πειράζει όλους τους φίλους του. 3. βλάπτω, προσβάλλω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πειράζετε — πειράζω make proof pres imperat act 2nd pl πειράζω make proof pres ind act 2nd pl πειράζω make proof imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράζῃ — πειράζω make proof pres subj mp 2nd sg πειράζω make proof pres ind mp 2nd sg πειράζω make proof pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζομένων — πειράζω make proof pres part mp fem gen pl πειράζω make proof pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόμεθα — πειράζω make proof pres ind mp 1st pl πειράζω make proof imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόμενον — πειράζω make proof pres part mp masc acc sg πειράζω make proof pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειραζόντων — πειράζω make proof pres part act masc/neut gen pl πειράζω make proof pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρασθησόμενον — πειράζω make proof fut part pass masc acc sg πειράζω make proof fut part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)