Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

πειν-αλέος

См. также в других словарях:

  • ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] …   Dictionary of Greek

  • ιππαλέος — ἱππαλέος, α, ον (Α) [ίππος] μτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ ος + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • καμπαλέος — καμπαλέος, α, ον (Α) καμπτός, ευλύγιστος, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καμπή + αλέος, πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος] …   Dictionary of Greek

  • λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • λυσσαλέος — α, ο (Α λυσσαλέος, έα, ον) 1. αυτός που πάσχει από λύσσα 2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»). επίρρ... λυσσαλέως και έα με λύσσα, με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, ρωμ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… …   Dictionary of Greek

  • υπναλέος — α, ο / ὑπναλέος, α, ον, ΝΑ αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος νεοελλ. αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς αρχ. αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • φυσαλέος — α, ον, Α αυτός που έχει πολύ αέρα, πολύ δυνατό φύσημα ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • λιμαλέος — λιμαλέος, α, ον (Α) πειναλέος, καταβεβλημένος από πείνα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • φευγαλέος — α, ο, Ν 1. αυτός που διαφεύγει 2. στιγμιαίος («φευγαλέα ματιά») 3. μτφ. αμυδρός, ανεπαίσθητος, ασαφής. επίρρ... φευγαλέα Ν με φευγαλέο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Χαρ. Άννινο] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»