-
1 πειναλέος
A hungry, Com. Adesp. 29 D., AP6.218 (Alc.), Opp. C.4.94 ; π. πίνακες empiy dishes, AP11.313 (Lucill.) ; διψῶδες καὶ π. Plu.2.129b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειναλέος
-
2 πείνη
Grammatical information: f.Meaning: `hunger, famine' (ο 407, Pl.).Other forms: younger πεῖνα (Pl. R. 437d, Arist.)Compounds: As 2. member in γεω-πείνης `hungry for land, poor in land' (Hdt.) with retained - η-ς (cf. Schwyzer 451; not with Fraenkel Nom. ag. 2, 101 from πεινῆν); with transition in the ο-stems ὀξύ-πεινος `very hungry' (Arist.), πρόσ-πεινος `hungry' (medic., Act. Ap. 10, 10).Derivatives: πειν-αλέος `hungry' (com., Plu., AP; after διψαλέος a.o.), - ώδης `id.' (Gal.). -- Beside πείνη, -α stands a verb `to hunger, to be hungry' in πεινά̄ων ptc. (Il.), πεινήμεναι inf. (υ 137), πειν-ῆν, -ῃ̃ς, -ῃ̃ (Ar., Pl.). - ήσω, - ῆσαι, πε-πείνηκα (Hdt., Att.); later πειν-ᾶν, -ᾳ̃, -ά̄σω, - ᾶσαι (LXX); rarely with δια-, ὑπο-, ὑπερ-, ἀνα-. The pair πείνη, -α: πεινῆν is parallel to the close δίψα, -η: διψῆν. Like δίψα to διψῆν could also πείνη be a backformation to πεινῆν; the two sytems may have inflenced each other, which makes a judgement more difficult.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Not certainly explained. Hypothetical comparisons with Lat. paene, pēnūria and with πένομαι in Curtius 271, Prellwitz and Bq; also WP. 2, 8 a. 661, Pok. 988, Hofmann Et. Wb. s.v.; cf. also Georgacas Άφιέρ. Τριανταφυλλίδη 512 f. The explanation of πεινῆν from πενι̯-ᾱσ-ι̯ω to Lat. āreō (Schulze Kl. Schr. 328f.) is to be rejected. Cf. δίψα w. lit. On the formation also Scheller Oxytonierung 39 A. 3 (w. lit.). - Furnée 339, 378 compares ἠ-παν-ᾳ̃\/ εῖ ἀπορεῖ, which is rather doubtful. - πεῖνα may be the older form (De Lamberterie, RPh. LXXIV (2000)280; in that case the short -α may be the Pre-Greek ending.Page in Frisk: 2,488-489Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πείνη
См. также в других словарях:
ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] … Dictionary of Greek
ιππαλέος — ἱππαλέος, α, ον (Α) [ίππος] μτγν. ποιητ. τ. αντί ιππικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππ ος + κατάλ. αλέος (πρβλ. διψ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
καμπαλέος — καμπαλέος, α, ον (Α) καμπτός, ευλύγιστος, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καμπή + αλέος, πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος] … Dictionary of Greek
λεπταλέος — λεπταλέος, α, ον (Α) 1. λεπτός, αβρός, τρυφερός («ἄειδεν λεπταλέῃ φωνῇ», Ομ. Ιλ.) 2. ασθενής, αδύνατος («λεπταλέοι θυμοῑσι», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + κατάλ. αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λυσσαλέος — α, ο (Α λυσσαλέος, έα, ον) 1. αυτός που πάσχει από λύσσα 2. μτφ. πολύ οργισμένος ή πολύ ορμητικός («λυσσαλέα επίθεση»). επίρρ... λυσσαλέως και έα με λύσσα, με μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, ρωμ αλέος)] … Dictionary of Greek
ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… … Dictionary of Greek
υπναλέος — α, ο / ὑπναλέος, α, ον, ΝΑ αυτός που νυστάζει εύκολα, που τόν πιάνει εύκολα ο ύπνος νεοελλ. αυτός που τού αρέσει πολύ ο ύπνος, υπναράς αρχ. αυτός που φέρνει ύπνο, υπνωτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + κατάλ. αλέος (πρβλ. νυστ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
φυσαλέος — α, ον, Α αυτός που έχει πολύ αέρα, πολύ δυνατό φύσημα ανέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
λιμαλέος — λιμαλέος, α, ον (Α) πειναλέος, καταβεβλημένος από πείνα, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιμός + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
φευγαλέος — α, ο, Ν 1. αυτός που διαφεύγει 2. στιγμιαίος («φευγαλέα ματιά») 3. μτφ. αμυδρός, ανεπαίσθητος, ασαφής. επίρρ... φευγαλέα Ν με φευγαλέο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Χαρ. Άννινο] … Dictionary of Greek