-
1 πεζο-φανής
πεζο-φανής, ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich, sp. Gramm.
-
2 πεζοφανής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζοφανής
-
3 πεζοφανής
πεζο-φανής, ές, wie Prosa aussehend, der Prosa ähnlich -
4 πεζοφανης
См. также в других словарях:
πεζοφανής — ές, Α (ιδίως για λόγο) ο όμοιος με τον πεζό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + φανής (< θ. φαν τού φαίνω / φαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek