-
1 πεζο-μάχος
πεζο-μάχος, zu Fuße kämpfend, Luc. Macrob. 17.
-
2 πεζομάχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεζομάχος
-
3 πεζομάχος
-
4 πεζομαχος
(ᾰ) ὅ1) пеший боец, пехотинец(ἱππομάχοι καὴ πεζομάχοι Luc.)
2) боец сухопутной армии(ναυμάχοι καὴ πεζομάχοι Plut.)
См. также в других словарях:
χερσομάχος — ὁ, Μ αυτός που μάχεται στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. πεζο μάχος] … Dictionary of Greek
κολοβομάχη — και κολοβομαχία, ἡ (Α) (ονομασία για το Θ τής Ιλιάδας) μάχη που δεν τέλειωσε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + μάχη. Ο τ. κολοβομαχία < κολοβός + μαχία (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μαχία, πεζο μαχία] … Dictionary of Greek