Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πεδῐάσιος

См. также в других словарях:

  • πεδιάσιος — of the plain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάσιος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα, ο πεδινός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεδιάσιοι οι κάτοικοι τών πεδινών περιοχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον πιθ. κατά τα τοπωνύμια σε άσιος (πρβλ. Φλειάσιος) …   Dictionary of Greek

  • πεδιασίους — πεδιάσιος of the plain masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδιάσιοι — πεδιάσιος of the plain masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»