-
1 πεδιακός
πεδιακός, = πεδινός, Sp., vgl. Harpocr.; οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene, Arist. pol. 5, 5, = πεδιεῖς.
-
2 πεδιακός
II π., οἱ, in Attica, party of the plain, Arist.Pol. 1305a24,Ath.13.4 ; cf. πεδιάσιος, πεδιεῖς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδιακός
-
3 πεδιακός
πεδιακός, οἱ πεδιακοί, die Partei der Ebene -
4 πεδιακά
πεδιακόςof: neut nom /voc /acc plπεδιακά̱, πεδιακόςof: fem nom /voc /acc dualπεδιακά̱, πεδιακόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 πεδιακούς
πεδιακόςof: masc acc pl -
6 πεδιακών
-
7 πεδιακῶν
-
8 πεδικός
-
9 πεδιεῖς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πεδιεῖς
-
10 ὑπεράκριος
A over or beyond the heights, οἱ Ὑπεράκριοι, = οἱ Διάκριοι, the poor inhabitants of the Attic uplands beyond the heights (which bound the plain of Athens), opp. to the richer classes of the plains and coasts (cf.πεδιακός 11
,πάραλος 11
), Hdt.1.59, D.H.1.13.2 τὰ ὑ. the heights above the plain, the uplands, Hdt.6.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεράκριος
См. также в других словарях:
πεδιακός — ή, όν, Α [πεδίον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεδίο, δηλ. στην πεδιάδα, ή αυτός που γίνεται στην πεδιάδα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεδιακόν βιβλίο απογραφής τών αγρών 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ Πεδιακοί οι κάτοικοι τής πεδινής Αττικής οι… … Dictionary of Greek
πεδιακά — πεδιακός of neut nom/voc/acc pl πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc/acc dual πεδιακά̱ , πεδιακός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιακῶν — πεδιακός of fem gen pl πεδιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιακούς — πεδιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιαίος — αία, ο, Α [πεδίον] πεδιακός* … Dictionary of Greek