-
1 σπείρω
σπείρω, fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Ueberh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προςεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅϑεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.
См. также в других словарях:
πεδιάδα — Όρος της γεωγραφίας που υποδηλώνει –στο μορφολογικό περιβάλλον των ξηρών που έχουν αναδυθεί– όλες εκείνες τις περιοχές η επιφάνεια των οποίων δεν παρουσιάζει καθορισμένο υψόμετρο ή δεν έχουν μεγάλη υψομετρική διαφορά από την επιφάνεια της… … Dictionary of Greek
πεδιάδα — η οριζόντια και επίπεδη έκταση γης, κάμπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πεδιάδα — Πεδιάς flat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδιάδα — πεδιάς flat fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αβραάμ, πεδιάδα — (Plains of Abraham).Ιστορική πεδιάδα στον Καναδά κοντά στο Κεμπέκ. Η μάχη της π.Α. (1759) μεταξύ Άγγλων και Γάλλων σήμανε το τέλος της γαλλικής ηγεμονίας στον Καναδά. H π.Α. έχει μετατραπεί σε εθνικό δρυμό. Στην περιοχή της υπάρχει επιβλητικό… … Dictionary of Greek
διαβρωσιγενής πεδιάδα — Όρος της γεωμορφολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται μια περιοχή που εξομαλύνθηκε και ισοπεδώθηκε από τη διάβρωση και παρουσιάζει επιφάνεια ελαφρώς επικλινή και ανισόπεδη. Γενικά, η δ.π. είναι μια μορφή προχωρημένης διαβρωτικής ενέργειας, κατά την … Dictionary of Greek
Μεσόγεια — Πεδιάδα της Αττικής (μήκος 25 χλμ., πλάτος περίπου 14 χλμ., κατώτερο υψόμ. 228 μ.) ΝΑ της Αθήνας, η αρχαία Μεσόγαια ή Μεσογαία. Συνδέεται με το λεκανοπέδιο της Αττικής στον μεγάλο αυχένα ανάμεσα στα βουνά Υμηττός και Πεντελικό, όπου βρίσκεται το… … Dictionary of Greek
Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… … Dictionary of Greek
Θριάσιο πεδίο — Πεδιάδα γύρω από την Ελευσίνα, η οποία πήρε την ονομασία της από τον δήμο Θριάς ή Θριούντος, στον οποίο ανήκε κατά την αρχαιότητα. Από το Θ.π. περνούσε η πομπή των Ελευσίνιων, στη διάρκεια των Ελευσίνιων Μυστηρίων … Dictionary of Greek
Καταλαυνικά Πεδία — Πεδιάδα της γαλλικής Καμπανίας, μεταξύ Σαλόν σιρ Μαρν και Τρουά, όπου ο Αέτιος και ο Θεοδώριχος νίκησαν τον Αττίλα, το 451 μ.Χ. Βλ. λ. Αττίλας … Dictionary of Greek
Κουλίκοβο — Πεδιάδα στη νότια Ρωσία, που περικλείεται από τους ποταμούς Ντον, Νεπράτσα και Κρασίβαγια Μετσά. Μάχη του Κ. Μάχη που διεξήχθη στις 8 Σεπτεμβρίου 1830 μεταξύ των ρωσικών στρατευμάτων, που τελούσαν υπό τις διαταγές του πρίγκιπα του Βλαντιμίρ και… … Dictionary of Greek