Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πεδα(Ϝ)ορον

См. также в других словарях:

  • πέταυρο — το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές νεοελλ. λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση μσν. αρχ. σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες 2.… …   Dictionary of Greek

  • πεδάορον — πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground masc/fem acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , μετήορος raised from off the ground neut nom/voc/acc sg (aeolic) πεδά̱ορον , πεδάορος masc/fem acc sg πεδά̱ορον , πεδάορος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»