-
1 παύλα
-
2 παῦλα
-
3 παύλα
-
4 παύλᾳ
-
5 παῦλα
-
6 παυλα
ἥ прекращение, окончание, конец(νόσου Soph.; λύπης Plat.)
παῦλαν ἔχον τῆς κινήσεως παῦλαν ἔχει ζωῆς Plat. — то, что перестает двигаться, перестает (и) жить;οὐκ ἐν παύλῃ ἐφαίνετο Thuc. — не видно было конца этому;σκοπεῖν παῦλάν τινος Xen. — принимать меры к прекращению чего-л. -
7 παῦλα
2 c. gen., π. νόσου cessation or end of disease, S.Ph. 1329, cf. Hp.Mul. 2.124 ; , Plu.Thes.15 ; μόχθων prob. in B.9.8 ;παροξυσμοῦ Gal.10.604
; ;ἡδονὴν.. παῦλαν λύπης εἶναι Id.R. 584b
;π. ταῖς γυναιξὶ τοῦ τεκνοῦσθαι Arist. HA 585a35
;ἡ π. τῆς τεκνοποιίας Id.Pol. 1335a31
; παῦλάν τιν' αὐτῶν some means of stopping them, X.An.5.7.32. (Written παῦλλα Puchstein Epigr.Gr.p.7.) -
8 παῦλα
παῦλα, ἡ, Ruhe, Rast, das Aufhören. Auch das Beendigen -
9 παύλα
η тире;§ βάζω τελεία και παύλα — положить конец (чему-л.)
-
10 παύλα
[павла] ουσ. Θ. тире,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παύλα
-
11 παῦλα
-ης ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 4,6cessation, end of [τινος] -
12 παύλα
[павла] ουσ θ тире. -
13 παύλα
uzun çizği, tire işareti -
14 παύλα
tiret -
15 ἀνά-παυλα
ἀνά-παυλα, ἡ, das Ausruhen, die Erholung, κακοῦ Soph. Phil. 634; El. 861; πόνων Thuc. 2, 38; Plat. Legg. II, 653 d; σπουδῆς Phil. 30 e; διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, durch das Folgde erklärt, sich abwechselnd ruhend, und deshalb in zwei Abtheilungen arbeitend, Thuc. 2, 75; Ruheplatz, κατὰ τὴν ὁδόν Plat. Legg. I, 625 b.
-
16 tiret
παύλα -
17 tire
παυλα, κλωστή -
18 τελεία
η точка;άνω τελεία — точка вверху строки (соответствует точке с запятой);
§ τελεία καί παύλα! — всё1, точка!, баста1;
- βάζω τελεία και παύλα — положить конец чему-л.
-
19 παύλας
παύ̱λᾱς, παῦλαrest: fem acc plπαύ̱λᾱς, παῦλαrest: fem gen sg (doric aeolic) -
20 Relief
subs.Alleviation: P. and V. ἀναψυχή, ἡ (Plat.), παραψυχή, P. παραμύθιον, τό, κούφισις, ἡ (Thuc.), V. ἀνακούφισις, ἡ.Abatement: P. λώφησις, ἡ.Have relief from: P. and V. λωφᾶν (gen.).When his body hath relief from sickness: V. ὅταν μὲν σῶμα κουφισθῇ νόσου (Eur., Or. 43).Recreation: P. ῥᾳστώνη, ἡ.Breathing space: P. and V. ἀναπνοή, ἡ (Plat.), V. ἀμπνοή, ἡ.Relief from: P. and V. ἀνάπαυλα, ἡ (gen.), παῦλα, ἡ (gen.), διάλυσις, ἡ (gen.), V. ἀνακούφισις, ἡ (gen.).Help: P. βοήθεια, ἡ.Reliefs, relays. — Apportioning ( the work) among themselves in reliefs: P. διηρῃμένοι κατʼ ἀναπαύλας (Thuc. 2, 75).When the Phocian general sent for the cavalry from Argura to act as reliefs: P. ἐπειδὴ ὁ στρατηγὸς Φωκίων μετεπέμπετο τοὺς ἐξ Ἀργούρας ἱππέας ἐπὶ τὴν διαδοχήν (Dem. 567).Fifty trireme set sail as reliefs and put in at Egypt: P. πεντήκοντα τριήρεις διάδοχοι πλέουσαι ἐς Αἴγυπτον ἔσχον (Thuc. 1, 110).In sculpture, work in relief: P. ἐκτύπωμα, τό, V. τύποι, οἱ (Eur., Phoen. 1130). Work in relief, v. trans.: P. ἐκτυποῦν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Relief
См. также в других словарях:
παῦλα — rest fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύλα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί στον ίδιο τόπο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λουκιλλιανός, τον οποίο είχε περιθάλψει και βοηθήσει. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου, μαζί με εκείνην του Λουκιλλιανού. Η Π. καταγόταν από τη… … Dictionary of Greek
παύλα — η 1. σημείο στίξης ( ). 2. μουσική παύση. 3. φρ., «Τελεία και παύλα», τέλος ενέργειας ή κατάστασης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παύλᾳ — παύ̱λᾱͅ , παῦλα rest fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παῦλαι — παῦλα rest fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παῦλαν — παῦλα rest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( … Wikipedia
στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο … Dictionary of Greek
παύλας — παύ̱λᾱς , παῦλα rest fem acc pl παύ̱λᾱς , παῦλα rest fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek