Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παῦλα

См. также в других словарях:

  • παῦλα — rest fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παύλα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με σπαθί στον ίδιο τόπο όπου μαρτύρησε ο άγιος Λουκιλλιανός, τον οποίο είχε περιθάλψει και βοηθήσει. Η μνήμη της τιμάται στις 3 Ιουνίου, μαζί με εκείνην του Λουκιλλιανού. Η Π. καταγόταν από τη… …   Dictionary of Greek

  • παύλα — η 1. σημείο στίξης ( ). 2. μουσική παύση. 3. φρ., «Τελεία και παύλα», τέλος ενέργειας ή κατάστασης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παύλᾳ — παύ̱λᾱͅ , παῦλα rest fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦλαι — παῦλα rest fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παῦλαν — παῦλα rest fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος …   Dictionary of Greek

  • Non-English usage of quotation marks — A Non English usage of quotation marks Punctuation apostrophe ( …   Wikipedia

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • παύλας — παύ̱λᾱς , παῦλα rest fem acc pl παύ̱λᾱς , παῦλα rest fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»