-
1 παχύς
[пахис] εκ. жирный, толстый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παχύς
-
2 жирный
-
3 полный
полный 1) (наполненный) γεμάτος, πλήρης; \полный стакан το γεμάτο ποτήρι· зал полон η αίθουσα είναι γεμάτη 2) (совершенный) τέλειος, πλήρης· απόλυτος (абсолютный) З) (о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος ◇ \полныйое собрание сочинений τα άπαντα* * *1) ( наполненный) γεμάτος, πλήρηςпо́лный стака́н — το γεμάτο ποτήρι
зал по́лон — η αίθουσα είναι γεμάτη
2) ( совершенный) τέλειος, πλήρης; απόλυτος ( абсолютный)3) ( о человеке) χοντρός, παχύς, παχύσαρκος••по́лное собра́ние сочине́ний — τα άπαντα
-
4 толстый
-
5 мощный
1. (по силе, степени, величине) ισχυρός, δυνατός 2. (о пласте, слое чего-л.) παχύς, χοντρός 3 (имеющий большую мощность) μεγάλης ισχύοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > мощный
-
6 густой
густ||ойприл1. (частый, плотный) πυκνός:\густойые волосы τά πυκνά μαλλιά· \густойо́й лес τό πυκνό δάσος· \густойое население ὁ πυκνός πληθυσμός·2. (о жидкости, тумане и т. п.) πηχτός, πυκνός/ παχύς (о молоке):\густойой мрак τό πηχτό σκοτάδι· ◊ \густойой бас τό βαθύ μπάσο, ἡ βαθειά μπάσα φωνή· \густойой цвет τό βαθύ χρῶμα. -
7 жирный
жи́рн||ыйприл1. παχύς, χοντρός/ παχύσαρκος, πολύσαρκος (тучный)·2. (сальный) λιπαρός, στεατώδης:\жирныйое пятно́ λεκές ἀπό λίπος· ◊ \жирный шрифт полигр. τά παχειά στοιχεία· \жирныйая земля ἡ παχειά γή. -
8 наваристый
навар||истыйприл (ταχύς, δυνατός:\наваристыйистый бульон ὁ παχύς ζωμός. -
9 откормленный
откормленныйприч. и прил παχύς, καλοθρεμμένος. -
10 полный
полн||ыйприл V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:\полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:\полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:\полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία -
11 тело
тел||ос в разн. знач. τό σώμα/ ἡ σάρκα, ἡ σαρξ (плоть)/ ὁ νεκρός, τό λείψανο (останки):твердые \телоа фиэ. τά στερεά σώματα· инородное \тело τό ἐτερογενές σώμα· обнаженное \тело τό γυμνό σώμα· дрожать всем \телоом τρέμω ὁλόκληρος· вынос \телоа состоится... ἡ ἐκφορά τοῦ νεκροῦ θά γίνει...· ◊ быть в \телое εἶμαι παχύς· быть преданным душой и \телоом кому́-л. εἶμαι ἀφοσιωμένος σέ κάποιον ψυχή τε καί σώματι· держать кого́-л. в черном \телое κάνω τή ζωή μαύρη σέ κάποιον. -
12 толстый
толст||ыйприл χοντρός, χονδρός, παχύς:\толстыйая бумага (стена) τό χοντρό χαρτί (τοίχος)· \толстыйые ру́ки τά χοντρά χέρια· \толстыйая доска τό μαδέρι· \толстыйое стекло́ то I χοντρό γυαλί· ◊ \толстый карман ἡ μεγάλη τσέπη, τό μεγάλο πουγγί· \толстыйая кишка анат. τό παχύ ἐντερο. -
13 тучный
ту́чн||ыйприл1. παχύς, χονδρός, παχύσαρκος, πολύσαρκος:\тучныйый мужчина ὁ χοντρός ἄνδρας·2. (о земле) εὔφορος, γόνιμος:\тучныйый чернозем τά εὐφορα μαϋρα χώματα· \тучныйые луга τά παχειά λειβάδια. -
14 жирный
[ζόρνυϊ] εκ. παχύς -
15 наваристый
[ναβάριστυϊ] επ. παχύς -
16 жирный
[ζόρνυϊ] επ παχύς -
17 наваристый
[ναβάριστυϊ] επ παχύς -
18 боров
-а, α.1. (πλθ. боровы) ευνούχος χοίρος.2. μτφ. άνθρωπος πολύ χοντρός, παχύς. -
19 дебелый
επ., βρ: -бел, -а, -о παλ. ευτραφής, γεμάτος. || χοντρός, παχύς, άγαρμπος. -
20 жирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. λιπαρός, λιπώδης, λιγδερός•-ая пища λιγδερή τροφή•
-ое мясо παχύ κρέας•
жирный обед λιπαρό φαγητό.
|| από λίπος•-ое пятно λεκές από λίπος.
2. παχύς, χοντρός, παχύσαρκος. || (για φυτά) ζωηρός, ζουμερός, γεμάτος, θραψερός.3. μτφ. ποιοτικός, καλής ποιότητας•-ая известь ασβέστη σαν γιαούρτη•
-ая земля παχιά γη.
4. μτφ. πηχτός, παχύρρευστος•-ая грязь πηχτή λάσπη.
5. χοντρός, εξογκωμένος, μεγάλος•жирный шрифт χοντρά στοιχεία τύπου•
жирный заголовок μεγάλη επικεφαλίδα•
-ые буквы χοντρά γράμματα.
εκφρ.жирный кусок – κέρδος ανε-παντεχο, κελεπούρι•жирно будет – θα είναι πάρα πολύ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παχύς — thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
πάχυς — ὁ βλ. πήχυς … Dictionary of Greek
παχύς, -ιά, -ύ — γεν. ιού, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ. 2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί. 3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχέα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παχέᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παχύς thick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρων — παχύς thick fem gen pl παχύς thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρως — παχύς thick adverbial παχύς thick masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχίον — παχύς thick masc/fem voc comp sg παχύς thick neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύ — παχύς thick masc voc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτερον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχιστον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)