-
1 παχυς
1) толстый, массивный(λᾶας, σκῆπτρον Hom.; πέδαι Arph.)
2) полный, крепкий(χείρ, αὐχήν Hom.)
3) откормленный, жирный(ὗς Arph.)
4) тучный, плодородный(γῆ Xen.)
5) плотный, грубый(ἱμάτιον Plat.)
6) перен. крупный, огромный(πρᾶγμα, χάρις Arph.)
7) сгустившийся, густой(αἷμα Hom., Arst.)
8) раздутый, опухший(πούς Hes.)
9) разбогатевший, богатый(ἀνήρ Arph.)
οἱ παχέες Her. — богачи10) тупой, глупый(ἀμαθές καὴ π. Arph.)
11) густой, низкий(φωναί Arst.)
-
2 παχύς
-
3 παχύς
-
4 παχύς
[пахис] εκ. жирный, толстый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παχύς
-
5 παχύς
[пахис] επ жирный, толстый. -
6 πασσον
-
7 πασσων
-
8 παχετος
-
9 παχιστος
-
10 παχιων
-
11 παχυ-
-
12 πρυμνος
3(f тж. πρύμνη) крайнийπ. βραχίων Hom. — верхний (плечевой) край руки;
πρυμνέ γλῶσσα Hom. — основание (корень) языка;δόρυ πρυμνόν Hom. — конец копья;λᾶας π. παχύς Hom. — утолщенный у основания камень;πρύμνη νηῦς Hom. — корабельная корма;πρυμνέν ὕλην ἐκτάμνειν Hom. — рубить лес у основания;πρύμναι Ὄσσας νάπαι Eur. — рощи на вершинах Оссы -
13 υπερπαχυς
-
14 υποπαχυς
-
15 παχυλός
-
16 pa-ke-we
См. также в других словарях:
παχύς — thick masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
πάχυς — ὁ βλ. πήχυς … Dictionary of Greek
παχύς, -ιά, -ύ — γεν. ιού, ιάς, ιού, πληθ. ιοί, ιές, ιά 1. αυτός που έχει πολύ πάχος, ο χοντρός: Το στρώμα αυτό είναι πολύ παχύ. 2. για ανθρώπους και ζώα, παχύσαρκος (αντίθ. λιπόσαρκος, λιγνός, αδύνατος): Παχύ παιδί. 3. για κρέατα και φαγητά, αυτός που έχει ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχέα — παχύς thick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) παχέᾱ , παχύς thick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) παχύς thick fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρων — παχύς thick fem gen pl παχύς thick masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυτέρως — παχύς thick adverbial παχύς thick masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχίον — παχύς thick masc/fem voc comp sg παχύς thick neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύ — παχύς thick masc voc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύτερον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάχιστον — παχύς thick masc acc sg παχύς thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)