Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παυσ-ωλή

См. также в других словарях:

  • τερπωλή — ἡ, ΜΑ (ποιητ. τ. και μτγν. τ.) τέρψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. ωλή (βλ. λ. παυσ ωλή)] …   Dictionary of Greek

  • παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»