-
1 παυστήριος
παυσ-τήριος, ον,II [full] παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th. 746 ; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.2 outwork, fence, Hsch.3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παυστήριος
См. также в других словарях:
μοναστήριος — α, ο (ΑΜ μοναστήριος, ία, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτούς που μονάζουν, σε αυτούς που ζουν ως μοναχοί, ο μοναστικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μοναστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονάζω + επίθημα τήριος (πρβλ. παυσ τήριος)] … Dictionary of Greek