-
1 παυστήριον
παυστήριονfit for ending: neut nom /voc /acc sgπαυστήριοςfit for ending: masc /fem acc sgπαυστήριοςfit for ending: neut nom /voc /acc sg -
2 παυστήρια
παυστήριονfit for ending: neut nom /voc /acc plπαυστήριοςfit for ending: neut nom /voc /acc pl -
3 καταπαυστήριον
κατα-παυστήριον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπαυστήριον
-
4 παυστήριος
παυσ-τήριος, ον,II [full] παυστήριον, τό, alleviation, Nic.Th. 746 ; τοῦ κακοῦ Ar.Byz.Arg.S.OT11.2 outwork, fence, Hsch.3 pl., name of mountains on which Orion died, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παυστήριος
См. также в других словарях:
παυστήριον — fit for ending neut nom/voc/acc sg παυστήριος fit for ending masc/fem acc sg παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστήρια — παυστήριον fit for ending neut nom/voc/acc pl παυστήριος fit for ending neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπαυστήριον — καταπαυστήριον, τὸ (Α) (ιδίως για ψυχική ταραχή) το μέσο ή το όργανο που χρησιμοποιείται για κατάπαυση ή γαλήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παυστήριον (ουδ. τού παυστήριος < παυστήρ < παύω)] … Dictionary of Greek
παυστήριος — ον, Α [παυστήρ] 1. ο κατάλληλος για κατάπαυση, απαλλαγή ή ανακούφιση από κάτι, ανακουφιστικός, λυτρωτικός («Φοῑβος... νόσου παυστήριος», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παυστήριον α) η ανακούφιση, το ξαλάφρωμα β) εμπόδιο, φραγμός 3. (το ουδ. πληθ. ως … Dictionary of Greek