-
1 πάτρων
πάτρων, ωνος, ὁ, das lat. patronus, Plut. Fab. Maz. 13 u. öfter, wie D Hal. Nach Poll. 3, 19 auch = προπάτορες.
-
2 πάτρων
πάτρων, ωνος, ὁ, das lat. patronus -
3 πατρωνικός
πατρωνικός, zum πάτρων gehörig, Sp.
-
4 πατήρ
πατήρ, ὁ, gen. πατέρος, att. u. schon bei Hom. u. Hes. viel häufiger πατρός, eben so dat. πατέρι u. πατρί, acc. πατέρα, voc. πάτερ, gen. plur. πατέρων u. πατρῶν, dat. πατράσι, πατέρεσσι, Qu. Sm. 10, 40, – der Vater, pater; εἴπ' ὄνομ' ὅττι σε κεῖϑι κάλεον μήτηρ τε πατήρ τε, Od. 8, 550; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαϑοῠ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι, Il. 14, 113, u. oft, wie bei den Folgdn überall; πατρὸς πατήρ, der Großvater, 14, 118 Od. 19, 180. Von den Göttern heißt bes. Zeus πατήρ, auch πατὴρ ἀνδρῶν τε ϑεῶν τε, Hom. u. A. – Uebh. wie bei uns ehrende Anrede Jüngerer an Aeltere mit dem Ausdruck der Hochachtung u. Liede, Od. 7, 48. 8, 145 u. sonst. – Uebh. der Urheber wovon, der Erfinder, Jacobs Ach. Tat. p. 493; so πατὴρ ἔργων, ἃ δι' ἐμοῠ γιγνόμενα, Plat. Tim. 41 a, wie τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῠδε τοῠ παντός, 28 c; dah. auch vom Capital, τοῠ πατρὸς ἐκγόνους τόκους πολλαπλασίους κομιζόμενοι, Rep. VIII, 555 e; τοῦ λόγου, Conv. 177 d, u. öfter, wie Sp. – Im plur. die Väter, die Ahnherren, Vorfahren, Hom. u. Folgde, wie Pind. Ol. 2, 7 u. oft; Eur. Andr. 766; Thuc. 2, 11, oft; ἀγαϑῶν πατέρων φύντι, Plat. Legg. VI, 772 e; ἐκ πατέρων, von den Vätern her, von den Vätern angestammt, Jac. A. P. p. 792; auch die Eltern, Vater und Mutter, D. Hal. u. Sp., vgl. Schäfer mel. p. 45. – Das Stammvolk, der Mutterstaat im Gegensatz der Colonie, vgl. Valck. zu Her. 7, 51. 8, 22.
-
5 πάτρως
-
6 ἐξ-έτι
ἐξ-έτι, noch bis jetzt, von der Zeit an bis jetzt; ἐξέτι τοῦ ὅτε, von da an, als, Il. 9, 106; ἐξέτι πατρῶν, von den Vätern her, Od. 8, 245; sp. D.; ἐξέτι κεῖϑεν Callim. Apoll. 104, wie ἐξέτι κείνου, seitdem, Del. 275. Auch Philo u. a. Sp.
-
7 ἐξέτι
ἐξ-έτι, noch bis jetzt, von der Zeit an bis jetzt; ἐξέτι πατρῶν, von den Vätern her; ἐξέτι κείνου, seitdem
См. также в других словарях:
Πάτρων — patronus masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων — patronus masc nom/voc sg πάτρως father s brother masc gen pl (attic epic ionic) πάτρω̆ν , πάτρως father s brother masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η … Dictionary of Greek
Πατρῶν — Πάτραι fem gen pl Πατρώ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρῶν — φράτρα brotherhood fem gen pl (doric) πάτρα fatherland fem gen pl (epic ionic) πάτρη fatherland fem gen pl πατήρ pitṛs̥u masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάτρων (-ονας) — Ο προστάτης. Ο όρος καθιερώθηκε στη Ρώμη (patronus) και αναφέρεται στους προστάτες όσων δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα. Λεγόταν επίσης και για τους προστάτες ενός γένους ή των συμφερόντων επαρχίας ή συμμάχων στη ρωμαϊκή σύγκλητο και τις άλλες… … Dictionary of Greek
Πατρών επαρχεία — Διοικητική διαίρεση (1581 τ. χλμ.) του νομού Αχαΐας. Πρωτεύουσα είναι η Πάτρα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Εθνολογικό Πατρών — Το μουσείο στεγάζεται στον έκτο όροφο του Μεγάρου Λόγου και Τέχνης, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο Δημοτικό Θέατρο Απόλλων, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, και στο νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Ιδρύθηκε από την Ιστορική και Εθνολογική… … Dictionary of Greek
Γερμανός, Παλαιών Πατρών — (Γεώργιος Γκόζιας, Δημητσάνα 1771 – Ναύπλιο 1826). Ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην πατρίδα του και στο Άργος, πήγε στη Σμύρνη, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του, μητροπολίτη της… … Dictionary of Greek
Πατρώνων — Πάτρων patronus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)