Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πατρο-μήτωρ

См. также в других словарях:

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • κυριομήτωρ — κυριομήτωρ, ορος, ἡ (Μ) η μητέρα τού Κυρίου, η Θεοτόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεο μήτωρ, πατρο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

  • φαρμακομήτωρ — ορος, ὁ, Μ παραγωγός φαρμάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. πατρο μήτωρ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»