-
61 πατρικής
-
62 πατρικῆς
-
63 πατρικαίς
-
64 πατρικαῖς
-
65 πατρικοίς
-
66 πατρικοῖς
-
67 πατρικοίσι
-
68 πατρικοῖσι
-
69 πατρικού
-
70 πατρικοῦ
-
71 πατρικώ
-
72 πατρικῷ
-
73 πατρικώι
-
74 πατρικῶι
-
75 πατρικώς
-
76 πατρικῶς
-
77 πατρικάν
πατρικά̱ν, πατρικόςderived from one's fathers: fem acc sg (doric aeolic) -
78 πατρικάς
πατρικά̱ς, πατρικόςderived from one's fathers: fem acc pl -
79 3967
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3967
-
80 3971
{прил., 3}отцовский, отчий, отеческий.Синонимы: с 3967 ( πατρικός).Ссылки: Деян. 22:3; 24:14; 28:17.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3971
См. также в других словарях:
πατρικός — derived from one s fathers masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικός — ή, ό / πατρικός, ή, όν, ΝΜΑ, αιολ. τ. πάτριχος Α [πατήρ, πατρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα (α. «πατρικό φίλτρο» β. «πατρική πρόσταξις», Αριστοτ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πατέρες, στους προγόνους, προγονικός,… … Dictionary of Greek
πατρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πατέρα: Πατρικό όνομα. 2. αυτός που προέρχεται από τον πατέρα: Πατρική κληρονομιά, ευχή κτλ. 3. στοργικός: Πατρικό ενδιαφέρον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πατρικά — πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc pl πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc/acc dual πατρικά̱ , πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικῶν — πατρικός derived from one s fathers fem gen pl πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικόν — πατρικός derived from one s fathers masc acc sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικώτατον — πατρικός derived from one s fathers masc acc superl sg πατρικός derived from one s fathers neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικαῖς — πατρικός derived from one s fathers fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικαί — πατρικός derived from one s fathers fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικοῖς — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πατρικοῖσι — πατρικός derived from one s fathers masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)