Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πατρικοῦ

См. также в других словарях:

  • πατρικοῦ — πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Ευθυκράτης — (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Σικυώνα. Γιος του Λυσίππου, μαθητής του και κληρονόμος του πατρικού εργαστηρίου, δάσκαλος του Τισικράτη και του Ξενοκράτη …   Dictionary of Greek

  • Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… …   Dictionary of Greek

  • Ζιάκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, από την Τίστη των Γρεβενών. 1. Γερο Ζ. (18ος αι.). Έδρασε στη δυτική Μακεδονία. Τα δημοτικά τραγούδια και η παράδοση αναφέρουν ότι ήρθε σε σύγκρουση με τους δερβεναγάδες και μάλιστα με τον Αλή πασά τον… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκινσον, Έμιλι — (Emily Dickinson, Άμερστ, Μασαχουσέτη 1830 – 1886). Αμερικανίδα ποιήτρια. Κόρη ενός αυστηρού πουριτανού δικηγόρου, φοίτησε στην Ακαδημία Άμερστ και κατόρθωσε έπειτα να σταλεί για ένα χρόνο στη γυναικεία σχολή του Σάουθ Χάντλι. Εκτός από σύντομες… …   Dictionary of Greek

  • αξαλάφρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξαλαφρώθηκε: Ήταν ακόμη αξαλάφρωτος από τα βάρη του πατρικού σπιτιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφιλονικώ — διαφιλονίκησα, διεκδικώ κάτι, αμφισβητώ την κυριότητα κάποιου πράγματος και το διεκδικώ: Εγώ κι ο αδελφός μου διαφιλονικούμε για την κυριότητα του πατρικού μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»