-
1 πατρικού
-
2 πατρικοῦ
-
3 τύπος
A blow, τ. ἀντίτυπος Orac. ap. Hdt.1.67; beat of horses' hoofs, v.l. for κτὺπος in X.Eq.11.12;αἰθερίου πατάγοιο τ. βρονταῖον ἀκούων Nonn.D.20.351
; so perh.νάβλα τ. Sopat.16
.II the effect of a blow or of pressure:1 impression of a seal,τύποι σφενδόνης χρυσηλάτου E.Hipp. 862
, cf. Pl.Tht. 192a, 194b, Chrysipp.Stoic.2.23, Luc.Alex.21;τ. ἐνσημήνασθαί τινι Pl.R. 377b
; stamp on a coin,τὰ ἀκριβῆ τὸν τ. Luc.Hist.Conscr.10
, cf. Hero *Mens.60, Hsch. s.v. Κυζικηνοι στατῆρες; on a branding-iron,ὄ τ. τοῦ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ ἢ πίθηκος Luc.Pisc.46
: generally, print, impression,χύτρας τύπον ἀρθείσης ἐν σποδῷ μὴ ἀπολιπεῖν, ἀλλὰ συγχεῖν Plu.2.727c
, cf. 982b, Iamb.Protr.21. κθ', Gp.2.20.1; στίβου γ' οὐδεὶς τ. no footprint, S.Ph.29 (v.l. κτύπος) ; ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς (sc. τοῦ βραχίονος) κεῖται τύπος thy imprint, (O arm), E.Tr. 1196 (σῷ cj. Dobree); τ. ὀδόντων imprint of teeth, AP6.57.5 (Paul. Sil.); print,βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τ. τῶν ἥλων Ev.Jo.20.25
;οἱ τ. τῶν πληγῶν Ath.13.585c
.b impressions supposed by Democr. and Epicur. to be made on the air by things seen, and to travel through space, Thphr. Sens.52, Epicur.Ep.1p.9U., Nat.2.6, al.;ὁ θεὸς.. πνεῦμα ἐνεκέρασεν [τοῖς ὀφθαλμοῖς] οὕτως ἰσχυρὸν καὶ φιλότεχνον ὥστε ἀναμάσσεσθαι τοὺς τ. τῶν ὁρωμένων Arr.Epict.2.23.3
.2 hollow mould or matrix, , cf.Pr. 892b2; used by κοροπλάθοι, D.Chr.60.9, Procl. in Ti.1.335, 394 D., cf. Hsch. s.v. χοάνη; by fruit-growers, to shape the fruit while growing, Gp. 10.9.3; die used in striking coins, metaph.,Κύπριος χαρακτήρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκὼς πέπληκται τεκτόνων πρὸς ἀρσένων A.Supp. 282
.3 engraved mark, engraving, δέλτον χαλκῆν τύπους ἔχουσαν ἀρχαίων γραμμάτων engravings of letters, i. e. engraved letters, Plu.Alex.17, cf. Pl.Phdr. 275a;τὰ γεγραμμένα τύποις Id.Ep. 343a
; τὸ μέτρον τοῦ ποδὸς ὑποτέτακται τούτοις τοῖς τ. the length of the foot is subjoined in this engraving, Rev.Bibl.35.285 ([place name] Jerusalem).4 the depression between the underlip and chin, Poll.2.90.IV figure worked in relief, whether made by moulding, modelling, or sculpture,αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισι Hdt.2.138
, cf. 106, 136, 148, 153;θεοῦ τ. μὴ ἐπίγλυφε δακτυλίῳ Iamb.Protr.21
.κγ; ;χρυσοκόλλητοι τ. Id.Rh. 305
;τ. ἀργυροῦς IG22.1533.30
, 11(2).161 B77, cf. 115 (Delos, iii B. C.); τύπους ἐργάσασθαι καὶ παρέχειν ib.42(1).102.36 (Epid., iv B. C.); tablet bearing a relief, καθελέσθαι τοὺς τ. καὶ εἴ τι ἄλλο ἐστὶν ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ib. 22.839.30, cf. 56, al.;τ. Ἔρωτα ἔχων ἐπειργασμένον Paus.6.23.5
;τῶν τ' ἄλλων ὧν τύπος εἰκόν' ἔχει IG2.2378
, cf. 22.2021.8, 3.1330.5;ἐνταῦθά εἰσιν ἐπὶ τύπου γυναικῶν εἰκόνες Paus.9.11.3
; πεποιημένα ἐν τύπῳ in relief, Id.2.19.17; typos scalpsit, Plin.HN35.128; impressā argillā typum fecit, ib. 151; πρὸς Ναυσίαν περὶ τοῦ τ., title of speech by Lysias, Suid. s.v. λιθουργική; Γάλλοι.. ἔχοντες προστηθίδια καὶ τύπους Plb. 21.37.6, cf. 21.6.7.V carved figure, image,ποιεῦνται ξύλινον τ. ἀνθρωποειδέα, ποιησάμενοι δὲ ἐσεργνῦσι τὸν νεκρόν Hdt.2.86
;τ. ποιησάμενος λίθινον ἔστησε· ζῷον δέ οἱ ἐνῆν ἀνὴρ ἱππεύς Id.3.88
; χρυσέων ξοάνων τύποι, periphr. for χρύσεα ξόανα, E.Tr. 1074(lyr.); γραφαῖς καὶ τ. paintings and statues, Plb.9.10.12; γραπτοὶ τ. prob. painted pediment-figures, E.Fr. 764, cf. Isoc.9.74, AP7.730 (Pers.); idol, graven image, LXX Am.5.26, J.AJ1.19.10.2 exact replica, image, as children are called the τύποι of their parents, Artem. 2.45; τ. λογίου Ἑρμοῦ, of Demosthenes, Aristid.2.307 J.VI form, shape, ; ; ; ἀγγείου Crates Gramm. ap. Ath.11.495b;τὸν ἄρτον ἔχειν ἴδιον τ. OGI56.73
(Canopus, iii B. C.);οἱ τ. τῶν γραμμάτων D.H.Dem.52
;ὁ τ. τῶν χαρακτήρων Plu.2.577f
;τοὺς τ. τῶν συλλαμβανομένων Sor.1.39
; Ἱππομέδοντος σχῆμα καὶ μέγας τ., periphr. for H. himself, A.Th. 488;Γοργείοισιν εἰκάσω τ. Id.Eu.49
; ὄμφακος τ., = ὄμφαξ, S.Fr.255.5;βραχιόνων ἡβητὴς τ. E.Heracl. 858
; features,IG
14.2135 ([place name] Rome), cf. Max. Tyr. 31.3, Adam. 1.4.2 thing having a shape, οὐλοφυεῖς.. τ. χθονὸς ἐξανέτελλον undifferentiated forms rose from the earth, Emp.62.4; τ. τις πορφυροῦς κατὰ χρόαν, τῷ σχήματι ἐμφερὴς κιβωρίου θύλακι (viz. the placenta) Sor.1.57.3 form of expression, style,ὁ πραγματικὸς τ. [τοῦ Ξενοφῶντος] D.H.Pomp.4
;ὁ τ. τῆς γραφῆς Longin.
ap. Porph. Plot.19;ὁ τ. ὁ πολιτικός Hermog.Id.2.11
; οὐδ' ἀληθινοῦ τύπου μέτεστι τῷ ἀνδρί ibid.;ὁ διὰ τῶν συμβόλων προτρεπτικὸς τ. Iamb.Protr.21
;ὁ αἰνιγματώδης τ. Id.VP23.103
.4 Gramm., mode of formation, form,τ. πατρωνυμικῶν D.T.634.29
;τ. παθητικός A.D.Synt.278.25
.VII archetype, pattern, model, capable of exact repetition in numerous instances,αὑτὸν ἐκμάττειν.. εἰς τοὺς τῶν κακιόνων τ. Pl.R. 396e
; οἰκισταῖς (sc. πόλεως) τοὺς μὲν τ. προσήκει εἰδέναι, ἐν οἷς δεῖ μυθολογεῖν τοὺς ποιητάς.., οὐ μὴν αὐτοῖς γε ποιητέον μύθους·.. οἱ τ. περὶ θεολογίας τίνες ἂν εἶεν; ib. 379a, cf. 380c.2 character recognizable in a number of instances, general character, type, πάντα ὅσα τοῦ τ. ; ;τοῦτον τὸν τ. ἔχοντα Id.Phlb. 51d
.3 type or form of disease (esp. fever) with reference to the order and spacing of its attacks and intervals, Gal.7.463, cf. 475,490,512.VIII general impression, vague indication, γίνεται ἀμυδρὸς ὁ τ. τῆς ῥάχεως (in the foetus) Diocl.Fr.175; τ. ἀμυδροί, opp. ἀκριβὲς εἶδος, Gal.6.5; ἕως ἂν ὁ τ. ἐνῇ τοῦ πράγματος as long as there is an approximate indication of the thing, Pl.Cra. 432e; of the general type or schema corresponding with a name, Epicur.Fr. 255.2 outline, sketch, general idea,ὅσον τοὺς τ. ὑφηγεῖσθαι Pl.R. 403e
;περιγραφὴ καὶ τύποι Id.Lg. 876e
;ἔχεις τὸν τ. ὧν λέγω Id.R. 491c
;τοὺς τ. μόνον εἰπόντες περὶ αὐτῶν Arist.Pol. 1341b31
;ἐξηγεῖσθαι τύποις Pl.Lg. 816c
;ὁ τ. τῆς φιλοσοφίας τοιοῦτός τίς ἐστιν Isoc.15.186
, cf. Phld.Rh.2.166 S.;ὁ τ. τῆς ὅλης πραγματείας Epicur.Ep.1p.3U.
; pl., ib.p.4 U.;δέονται.. ὑγρᾶς διαίτης, ἧς τὸν τ. ἀρτίως ὑπέγραψα Gal.6.397
; τύπῳ, ἐν τύπῳ, in outline, in general,ὡς ἐν τύπῳ, μὴ δι' ἀκριβείας, εἰρῆσθαι Pl.R. 414a
; ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς ib. 559a; ;τύπῳ, καὶ οὐκ ἀκριβῶς Arist.EN 1104a1
; παχυλῶς καὶ τ. ἐνδείκνυσθαι ib. 1094b20; τ. καὶ ἐπὶ κεφαλαίου λέγομεν ib. 1107b14;ὡς ἐν τ. Id.Pol. 1323a10
; ὅσον τύπῳ in outline only, Id.Top. 101a22;ὡς τύπῳ λαβεῖν Thphr.Char.1.1
.3 outline,ταῦτα ὅσα εἴρηται καθάπερ ἐν γραφαῖς ἀχρόοις γραμμῇ μόνῃ τύποι ἀνδρῶν εἰκασμένοι εἰσί Adam.2.61
.IX prescribed form, model to be imitated,ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τ. τοῦ ἐπιμελέος Democr.228
;οὗτος.. εἷς ἂν εἴη τῶν περὶ θεοὺς νόμων καὶ τύπων, ἐν ᾧ δεήσει τοὺς λέγοντας λέγειν καὶ τοὺς ποιοῦντας ποιεῖν Pl.R. 380c
, cf. 383c; ἐν τοῖς τ. οἷς ἐνομοθετησάμεθα ib. 398b; εἰς ἀρχήν τε καὶ τ. τινὰ τῆς δικαιοσύνης ib. 443c;τ. εὐσεβείας.. παισὶν.. ἐκτέθεικα OGI383.212
(Nemrud Dagh, i B. C.);ὥστε γενέσθαι ὑμᾶς τύπον πᾶσι τοῖς πιστεύουσιν ἐν τῇ Μακεδονίᾳ 1 Ep.Thess.1.7
;κατὰ τὸν τ. τὸν δεδειγμένον σοι LXX Ex.25.39(40)
, cf. Act.Ap.7.44.2 general instruction,δόντες τοὺς τ. τούτους ὑπὲρ τῆς ὅλης διοικήσεως, ἐξέπεμπον τοὺς δέκα Plb.21.24.9
; general principle in law,τ. ἐστὶν καθ' ὃν ἔκρεινα πολλάκις PRyl.75.8
(ii A. D.).b rule of life, religion, ἐξεταστέον ποταπῷ χρῆται τύπῳ ὁ νοσῶν (e. g. whether Jewish or Egyptian) Erot.Fr.33.3 rough draft of a book,βιβλίον γεγραμμενον ἐν τύποις Gal.18(2).875
, cf. 15.587,624, Anon. ap.Phot.Bibl.p.491 B.; draft of an official letter, τύπον ποιεῖ he drafted a letter, UPZ14.135 (ii B. C.);τ. χειρογραφίας PMich.Teb. 123r
ii 38 (i A. D.); τ. ἐπιστολικοί models of letters, Epist.Charact. tit.4 form of a document,ἔστιν δὲ ὁ τ. τῆς εἰθισμένης διαγραφῆς ὁ ὑποκείμενος PMich.Zen. 9v
.3 (iii B. C.);σωματισθῆναι.. τύπῳ τῷδε· τί ἑκάστῳ ὑπάρχει κτλ. POxy.1460.12
(iii A. D.);κατὰ τὸν αὐτὸν τ. PFlor. 279.16
(vi A. D.).5 text of a document,ὁ μὲν τῆς ἐπιστολῆς τ. οὕτως ἐγέγραπτο LXX 3 Ma.3.30
, cf. Aristeas 34, Act.Ap.23.25, prob. cj. in LXX 1 Ma.15.2.6 written decision, θεῖος τ. an imperial rescript, Cod.Just. 1.2.20, al., Just.Nov. 113 tit., cf. PMasp.32.41 (vi A. D.); αἰτῆσαι θεῖον καὶ πραγματικὸν τ. Mitteis Chr.319.47 (vi A. D.); given by a bishop, Sammelb.7449.14 (v A. D.); by the ἔκδικος, PSI9.1075.11 (v A. D.); by others,χρὴ.. δοῦναι τ. εἰς τὴν συγχώρησιν POxy.1911.145
(vi A. D.): in pl., of the acta of a πάγαρχος, ib.1829.2, 12 (vi A. D.).X as law-term, summons, writ,οἱ τ. γράμμα εἰσὶν ἀγορᾶς, ἐρήμην ἐπαγγέλλον τῷ οὐκ ἀποδιδόντι Philostr.VS1.25.9
;δίκης λῆξις εἴη ἂν ὁ νῦν καλούμενος τ. Poll.8.29
. -
4 φιλέω
φῐλέω, [dialect] Aeol. [full] φίλημμι Sapph.79, cf. Ead. Oxy. 1787 Fr.1 + 2.24; [ per.] 2sg. φίλησθα Ead.22; late [ per.] 3pl.Aφίλεισι Epigr.Gr.990.12
(Balbill.): [dialect] Boeot. [full] φίλειμι Hdn.Gr.2.930: [dialect] Ep. inf.φιλήμεναι Il.22.265
: [dialect] Ion. and [dialect] Ep. [tense] impf.φιλέεσκε 3.388
, al.: [tense] fut. φιλήσω, [dialect] Ep. inf.φιλησέμεν Od.4.171
: [tense] aor. 1ἐφίλησα Pi.P.2.16
, etc.: [tense] pf. πεφίληκα ib. 1.13:—[voice] Med., Poet. 1 [tense] aor. ἐφῑλάμην; [ per.] 3sg. ἐφίλατο, φίλατο, Il.5.61, 20.304, Call.Aet.Oxy. 2080.55; [ per.] 3pl.φίλαντο Lyc.274
; imper.φῖλαι Il.5.117
, 10.280; subj. , Hes.Th.97; but φίλατο as [voice] Pass., A.R.3.66; also part.φιλάμενος IG14.1549
([place name] Rome):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. φιλήσομαι in pass. sense, Od.1.123, 15.281, Antipho 1.19: [tense] fut. 3πεφιλήσομαι Call. Del. 270
: [tense] aor. , Pl.Phdr. 253c: [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ἐφίληθεν Il.2.668
: [tense] pf.πεφίλημαι Pi.N.4.45
, X.An.1.9.28; [dialect] Dor. part.πεφιλᾱμένος Theoc. 3.3
. [[pron. full] ῐ exceptin the forms ἐφίλατο, φῑλατο, etc.]: ([etym.] φίλος):— love, regard with affection, opp. μισεῖν, Pl.R. 334c, Arist.Rh. 1380b34;φιλήσω τὸν δῆμον τὸν Ἀθηναίων IG12.15.36
; (on its relation to sexual love v. infr. 3); of the love of gods for men,φ. δέ ἑ μητίετα Ζεύς Il. 2.197
; πέρι γάρ μ' ἐφίλει (of the love of the master for his swineherd) Od.14.146; (alsoὃν περὶ κῆρι φ. Ζεὺς.. παντοίην φιλότητα Od.15.245
, cf. Il.9.117);μάλα τούς γε φ. ἑκάεργος Ἀπόλλων Il.16.94
;εἰ.. Ἕκτορά περ φιλέεις καὶ κήδεαι αὐτοῦ 7.204
, etc.; of love for a child reared, Od. 15.370;αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει κωὐκὶ θέλοισα Sapph.1.23
; ;φιλέων φιλέοντα Pi.P.10.66
; ;μάλιστά σ'.. ἤχθηρα κἀφίλησ' ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ S.El. 1363
; ; ὅσα θεοὶ ἀνθρώποις οὓς φιλοῦσιν [διδόασιν] SIG 985.48 (Philadelphia, i B. C.); οἱ φιλοῦντές τινα his friends, freq. in messages and letters, OGI184.10 (Philae, i B. C.), Ep.Tit.3.15, PSI8.971.30 (iii/iv A. D.), etc.; φιλεῖν ἐμαυτήν, αὑτόν, E.Hel. 999, Med.86, etc.:—[voice] Pass., to be beloved by one,ἐκ Διός Il.2.668
;παρ' αὐτῇ 13.627
, etc.; τινι E.Hec. 1000.2 treat affectionately or kindly, esp. welcome, entertain a guest, Od.4.29, 5.135, Il.3.207, etc.;φίλος δ' ἦν ἀνθρώποισιν, πάντας γὰρ φιλέεσκεν ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων Il.6.15
;ξεῖνον ἐνὶ μεγάροισι φ. Od.8.42
;ξεῖνον ἄγων ἐν δώμασι.. φιλέειν καὶ τιέμεν 15.543
, cf. 14.322; θεὸς (i. e. Calypso)ἥ με.. ἐφίλει τε καὶ ἔτρεφεν 7.256
; τίς ἂν φιλέοντι μάχοιτο; who would quarrel with a kind host? 8.208; etc.:—[voice] Pass., παρ' ἄμμι φιλήσεαι welcome shalt thou be in our house, Od.1.123, cf. 15.281.3 opp. ἐρᾶν, τούτους μάλιστά φασι φιλεῖν ὧν ἂν ἐρῶσι regard with affection those for whom they have a passion, Pl.Phdr. 231c;ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἄν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων X.Hier.11.11
, cf. Smp.8.21; εἰκὸς τὸ φιλεῖν τοὺς ἐρωμένους Arist.APr. 70a6; but φ. is used of lovers,ἥ γ' Εὐρυμάχῳ μισγέσκετο καὶ φιλέεσκεν Od.18.325
;Λυσίθεος Μικίωνα φιλῖν φησι μάλισστα τῶν ἐν τῇ πόλει IG12.924
; , cf. Hdt.4.176 ([voice] Pass.), Ar.Lys. 905; of the love of man for wife, ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς.. τὴν αὐτοῦ φιλέει ( cherishes her) , cf. 486; τὴν αὐτὸς φιλέεσκεν loved and cherished as his wife, ib. 450; but ἐμὲ.. ἀτιμάζει, φιλέει δ' ἀΐδηλον Ἄρηα (Hephaestus speaks of Aphrodite) Od.8.309: Com.,ὦ Δῆμ', ἐραστής εἰμι σὸς φιλῶ τέ σε καὶ κήδομαί σου Ar.Eq. 1341
.b of sexual intercourse, Hsch. s.v. βαίνειν.4 show outward signs of love, esp. kiss (not in Hom.), φ. τοῖσι στόμασι kiss on the mouth, opp. τὰς παρειὰς φιλέονται, Hdt. 1.134, cf. X.Cyr.1.4.27, Smp.9.5;κατὰ τὸ στόμα AP5.284
(Agath.);φιλήσω.. τὸ σὸν κάρα S.OC 1131
;πατέρα.. περὶ χεῖρε βαλοῦσα φιλήσει A.Ag. 1559
(anap.), cf. Ar.Av. 671, 674, Pl.Phdr. 255e, Ev.Marc.14.44, etc.: c. dupl. acc., τὸ φίλαμα, τὸ.. τὸν Ἄδωνιν.. ἀποθνάσκοντα φίλασεν the kiss wherewith she kissed him, Mosch.3.69:—[voice] Med., τὰς παρειάς kiss each other's cheeks, Hdt.l.c.5 of things as objects of love, like, approve,σχέτλια ἔργα Od.14.83
;ἀοιδάν Pi.N.3.7
;οὔθ' ἱστῶν ἐφίλησεν ὁδοὺς οὔτε δείπνων.. τέρψιας P.9.18
, etc.;αἰσχροκέρδειαν S.Ant. 1056
, cf. 312; τὰς λευκοτάτας [μάζας] Telecl. 1.6 (anap.);Πράμνιον οἶνον Ephipp.28
.6 of things as the subject,ἡσυχία δὲ φιλεῖ συμπόσιον Pi.N.9.48
;ἢ [μίτρη] μαστοὺς ἐφίλησε Call.Epigr.39
.7 in making a request,οἶσθ' ὁτιὴ φιλῶ σ' ἐγώ, κἀμοὶ πιθόμενος ὑπαποκίνει τῆς ὁδοῦ Ar.Av. 1010
; so τί πράσσει Φηλικίων ὁ ἀγαθός; φιλῶ σε pray, how goes it with the worthy Felicio? Arr.Epict.1.19.20; so perh. in Herod.1.66, πείσθητί μευ, φιλέω σε (but rather 'I speak as a true friend').II after Hom., c. inf., love to do, be fond of doing, and so to be wont or used to do,φιλέει ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα κολούειν Hdt.7.10
.έ; ἢν ἁμάρτωσι τοῦ πατρικοῦ τύπου.. φιλέουσι διαφθείρεσθαι Democr.228
;Μοῖσα μεμνᾶσθαι φ. Pi. N.1.12
, cf. P.3.18;φιλεῖ δὲ τίκτειν ὕβρις.. ὕβριν A.Ag. 763
(lyr.);τοῖς θανοῦσί τοι φιλοῦσι πάντες κειμένοις ἐπεγγελᾶν S.Aj. 989
, etc.; rarely with part. for inf.,φιλεῖς δὲ δρῶσ' αὐτὸ σφόδρα Ar.Pl. 645
.2 of things, events, etc.,αὔρη ἀπὸ ψυχροῦ τινος φιλέει πνέειν Hdt.2.27
;φιλεῖ ὠδῖνα τίκτειν νύξ A.Supp. 769
;ἐμπόρων ἔπη φ. πλανᾶσθαι S.OC 304
; (lyr.);φιλεῖ μεγάλα στρατόπεδα ἐκπλήγνυσθαι Th.4.125
;ὃ δὴ φ. ὁ ἔρως ἐμποιεῖν Pl.Smp. 182c
: esp. with γίγνεσθαι of what usually happens, ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι everything comes to man by experience, Hdt.7.9.γ, cf. 7.10.ζ, 7.50, Th.3.42, Isoc.6.104, Pl. R. 494c, al.;οἷα φ. γίγνεσθαι Th.7.79
, cf. Hdt.8.128; without γίγνεσθαι, οἷα δὴ φιλεῖ as is wont, Pl.R. 467b;ὁποῖα φ. Luc.Am.9
.3 impers., φιλέει δέ κως προσημαίνειν (sc. ὁ θεός) , εὖτ' ἂν .. Hdt.6.27; ὡς δὴ φιλεῖ.. λόγον ἔχειν ἀνθρώπους as it is usual for.., Plu.Pomp. 73. -
5 ἀντιλαμβάνω
A receive instead of,χρυσοῦ δώματα πλήρη τᾶς ἥβας ἀ. E.HF 646
(lyr.); mostly without a gen., receive in turn,Thgn.
108;κἂν.. ᾖ σώφρων.. σώφρον' ἀντιλήψεται E.Andr. 741
;ἡδονὴν δόντας.. κακίαν.. ἀ. Th.3.58
; b40; ἀ. ἄλλην [χώραν] seize in return, get instead, Th.1.143;ἀ. ἄλλους τινάς X.Cyr.5.3.12
, cf. 8.7.16;χάριτα AP6.191
([place name] Longus).II mostly in [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.- είλημμαι Lys.28.15
, Pl.Prm. 130e: c. gen., lay hold of,σαπροῦ πείσματος ἀντελάβου Thgn.1362
;ἄκρου τοῦ στύρακος ἀ. Pl.La. 184a
, cf. Prt. 317d,al.; τῇ ἀριστερᾷ ἀ. τοῦ τρίβωνος ib. 335d; φιλίου χωρίου ἀ. gain or reach it, Th.7.77, cf. Ar.Th. 242: abs.,- όμενος Th.3.22
. b. metaph.c.gen., lay hold of, τῆς σωτηρίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀσφαλοῦς, Id.2.61,62,3.22; lay claim to,τοῦ θρόνου Ar.Ra. 777
, 787;τοῦ πατρικοῦ μέρους BGU648.10
(ii A.D.).2 help, take part with, assist,οὐκ ἀντιλήψεσθ'; E.Tr. 464
; of persons, ἀ. Ἑλλήρων to take their part, D.S.11.13;ἀ. τῶν ἀσθενούντων Act.Ap.20.35
, etc.: abs., Th.7.70:— also in [voice] Pass., ἀντειλημμένη having received help, BGU1105.21 (Aug.), al.3 take part or share in a thing, take in hand,τῶν πραγμάτων X.Cyr.2.3.6
, D.1.20, etc.;τοῦ πολέμου Isoc.6.101
;τῆς θαλάττης Plb.1.39.14
;τῆς Ἀφροδίτης Alex.219.15
;τῆς παιδείας Pl.R. 534d
; ἀ. τοῦ λόγου seize on the conversation (to the interruption of the rest), ib. 336b: abs.,ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀ. Th.2.8
, cf. 8.106.4 take hold of for the purpose of finding fault, reprehend, attack, , cf. R. 497d, etc.; τοῦδε ἀντιλαβώμεθα let us attack the question, Id.Tht. 169d; ἀ. ὡς ἀδύνατον.. to object that.., Id.Sph. 251b: abs., Id.Grg. 506a.5 take fast hold of, i.e. captivate,ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Id.Phd. 88d
, cf. Prm. 130e, Luc.Nigr.19.6 of plants, take hold, Thphr.HP4.1.5; of scions, unite, CP1.6.4.7 grasp with the mind, perceive, apprehend, Pl.Ax. 370a; noted as an obsol, word for συνίημι by Luc.Sol.7:—so of the senses, ἀ. κατὰ τὴν ἀκοήν, ὀσφρήσει, S.E.P.1.50,64, cf. Phot.p.148R., Alex.Aphr.in Top.103.1, al.III in [voice] Med. also, hold back,ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.10.15
, cf. Arist.MM 1188b6; interrupt, Aud. 802b26.IV [voice] Act. in sense of [voice] Med., Alex.Aphr.Pr.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλαμβάνω
См. также в других словарях:
πατρικοῦ — πατρικός derived from one s fathers masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek
Ευθυκράτης — (τέλη 3ου αι. π.Χ.). Γλύπτης από τη Σικυώνα. Γιος του Λυσίππου, μαθητής του και κληρονόμος του πατρικού εργαστηρίου, δάσκαλος του Τισικράτη και του Ξενοκράτη … Dictionary of Greek
Ζαν ντ’ Αρκ — (Jeanne d’ Arc, Ντομρεμί, Καμπανία 1412 – Ρουέν 1431). Γαλλίδα ηρωίδα και αγία της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σε ηλικία 13 ετών είδε στον κήπο του πατρικού σπιτιού της το πρώτο από τα οράματά της, όπου παρουσιαζόταν ο αρχάγγελος Μιχαήλ, η αγία… … Dictionary of Greek
Ζιάκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών, από την Τίστη των Γρεβενών. 1. Γερο Ζ. (18ος αι.). Έδρασε στη δυτική Μακεδονία. Τα δημοτικά τραγούδια και η παράδοση αναφέρουν ότι ήρθε σε σύγκρουση με τους δερβεναγάδες και μάλιστα με τον Αλή πασά τον… … Dictionary of Greek
Ντίκινσον, Έμιλι — (Emily Dickinson, Άμερστ, Μασαχουσέτη 1830 – 1886). Αμερικανίδα ποιήτρια. Κόρη ενός αυστηρού πουριτανού δικηγόρου, φοίτησε στην Ακαδημία Άμερστ και κατόρθωσε έπειτα να σταλεί για ένα χρόνο στη γυναικεία σχολή του Σάουθ Χάντλι. Εκτός από σύντομες… … Dictionary of Greek
αξαλάφρωτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξαλαφρώθηκε: Ήταν ακόμη αξαλάφρωτος από τα βάρη του πατρικού σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφιλονικώ — διαφιλονίκησα, διεκδικώ κάτι, αμφισβητώ την κυριότητα κάποιου πράγματος και το διεκδικώ: Εγώ κι ο αδελφός μου διαφιλονικούμε για την κυριότητα του πατρικού μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)