-
1 πατρικής
-
2 πατρικῆς
-
3 ἀνά-μεστος
ἀνά-μεστος ( fem. ἀναμέστη Eupol. bei Schol. Ar. Pax 790), angefüllt, voll, ἔχϑρας πατρικῆς Dem. 25, 32; Mnesim. Ath. IX, 403 (V. 65).
-
4 безотцовщина
-ы θ.απουσία πατρική, έλλειψη πατρικής επίβλεψης. || ορφανός από πατέρα. -
5 κληρονομέω
A inherit, c. gen. rei,ὥσπερ τῆς οὐσίας, οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κ. Isoc.1.2
, cf. Is.4.7, Lycurg.127;ὅς γ' ἐκεκληρονομήκεις τῶν.. χρημάτων πλεῖν ἢ πέντε ταλάντων D.18.312
;μὴ πλειόνων ἢ μιᾶς [κληρονομίας] τὸν αὐτὸν κ. Arist.Pol. 1309a25
: c. acc. rei, Lycurg.88, Luc.DMort.11.3, BGU 19 ii 1 (ii A.D.), etc.: abs., Phld. Mort.24.2 acquire, obtain,τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δόξαν Plb.15.22.3
;φήμην Id.18.55.8
;θρόνον βασιλείας LXX 1 Ma.2.57
; τὴν γῆν receive possession of the promised land, Palestine, ib.Le.20.24, De.4.1 (also, obtain all that God has promised, ib.Ps.36(37).11, cf. Ev.Matt.5.5); obtain salvation,ζωὴν αἰώνιον Ev.Matt.19.29
.II to be an inheritor or heir, τινος of a person, Luc.Hist.Conscr.20: more freq. τινα, Posidon. 36J., Plu.Sull.2, PGnom.5, al. (ii A.D.), AP11.202, etc.;κ. τινὰ τῆς οὐσίας D.C.45.47
: metaph., :—[voice] Pass., to be succeeded in the inheritance, of parents, Ph. 2.172, 291, Luc.Tox.22;ὑφ' ὧν τὴν ῥητορικὴν ἐκληρονομήθη Philostr. VS2.26.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρονομέω
-
6 πατρικός
A derived from one's fathers, hereditary,νόμοι Cratin.116
;ἀρίς Call.
Com.16 ; ; (Didyma, iii B. C.) ;βασιλεῖαι Th. 1.13
, Arist.<Pol. 1285a19 ;ἁμαρτεῖν τοῦ π. τύπου Democr. 228
;αἱ π. ἀρεταί Th.7.69
;ξένος And.2.11
, Th. 8.6 ;ἐχθρός Lys. 14.40
;φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς D.21.49
; εἰς τὸ π., = by right of inheritance, PTeb.5.12 (ii B.C.).II = πάτριος, of or belonging to one's father,γᾶρυς S.Ichn. 65
(lyr.) ;ὁ π. λόγος Pl.Sph. 242a
;ἡ π. πρόσταξις Arist.EN 1180a19
; οἰκονομία π., opp. δεσποτική and γαμική, Id.Pol. 1253b10 ; ἐνευχόμενός σοι τοὺς π. θεούς the gods of your father(s), PCair.Zen.421.2 (iii B.C.) ; ἡ πατρική (sc. οὐσία) patrimony, E. Ion 1304 ;π. οἰκία PStrassb.99.4
(ii B.C.) ; τὰ π. AP11.75 (Lucill.) ; but τὰ π., also, father's house, LXXSi.42.10.2 like a father, paternal,π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι Arist.EN 1160b26
;π. καὶ συγγενικὴ αἵρεσις Plb.31.25.1
; παρρησία π. Plu. 2.802f ;π. θεός OGI418
(Judaea, i A. D.). Adv.,τὰς κολάσεις πατρικῶς ποιεῖσθαι Arist.Pol. 1315a21
;ὁ θεὸς π. κηδόμενος τοῦ ἀνθρωπείου γένους Plu.2.117d
.3 Gramm., ἡ πατρική, = ἡ γενική, the genitive, Choerob. in Theod.1.111 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πατρικός
-
7 ἀνατρέπω
ἀνατρέπω fut. 3 sg. ἀνατρέψει; 1 aor. ἀνέτρεψα. Pass.: aor. ἀνετράπην LXX; pf. ptc. ἀνατετραμμένος Just., A I, 27, 5; 2 (s. τρέπω; Aeschyl.+; ins, pap, LXX; TestAsh 1:7; Philo, Mut. Nom. 239; Jos., Bell. 4, 318, Vi. 250; Just.)① to cause someth. to be overturned, cause to fall, overturn, destroy, lit. τὰς τραπέζας (Teles p. 18, 9 H.; Plut., Galba 1055 [5, 3]; Ps.-Lucian, Asin. 40; Ps.-Apollod. 3, 7, 7, 6) overturn J 2:15 (v.l. ἀνέστρεψεν; cp. ἀναστρέφω 1 and Hdb. ad loc.).② to jeopardize someone’s inner well-being, upset, ruin fig. ext. of 1 (Pla., Ep. 7, 336b; Appian, Bell. Civ. 4, 131 §550 ἐλπίδα; TestAsh 1:7; Just., D. 87, 1 λεγόμενα) ἀνατρέπουσιν τήν τινων πίστιν they are upsetting the faith of some 2 Ti 2:18 (AcPlCor 1:2; ἀ. πίστιν also Diod S 1, 77, 2). ὅλους οἴκους ἀ. they ruin whole families, i.e. by false teachings Tit 1:11 (cp. Plut., Mor. 490b; UPZ 144 IX, 37 [II B.C.] τῆς πατρικῆς οἰκίας ἀνατετραμμένης).—M-M.
См. также в других словарях:
πατρικῆς — πατρικός derived from one s fathers fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отьчьскыи — (139) пр. 1.Пр. к отьць в 1 знач.: вѣры же ради ѥже въ х(с)а. оц҃ьскоѥ б҃атьство ѡставль и бы(с) мнихъ. ПрЛ 1282, 70в; Егда припадаѥши предъ б҃мь въ мл҃тве. такъ бѹди въ помыслѣ своѥмь. аки мрави˫а… и ˫ако дѣтищь нѣмѹ˫а. да сподобиши промышлени˫а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
отьчьствьныи — (3*) пр. 1.Относящийся к родине, отечеству: да ми ѿложитсѧ люба˫а землѧ оч҃ьствена˫а. не бо приведшии но иже избраша пронырьство. (ἡ πατρίς) ГБ к. XIV, 182в. 2. Относящийся к обычаям предков: на ѡбьщаго вл(д)кѹ Х(с)а гнѣвастесѧ… и тако || не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αδελφομοιρασιά — και αδερφομοφασιά, η [αδελφομοιράζω] 1. διανομή, μοίρασμα πατρικής κληρονομιάς ανάμεσα σε αδέλφια 2. το κτήμα που προέρχεται από τέτοια διανομή … Dictionary of Greek
εναδικός — ή, ό (AM ἑναδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, μοναδικός («τὴν έναδικὴν οὐσίαν τῆς ἁπλῆς καὶ μοναδικῆς θεότητος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναδικόν («τὸ ἑναδικὸν τῆς πατρικῆς θεότητος», Δίδυμ.). επίρρ... εναδικώς … Dictionary of Greek
εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… … Dictionary of Greek
κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… … Dictionary of Greek
λαχίδα — η λωρίδα, μερίδιο καλλιεργήσιμου κτήματος, που προέρχεται συνήθως από διανομή μεταξύ αδελφών πατρικής περιουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (λαχαίνω) + κατάλ. ίδα (πρβλ. κοπ ίδα, μερ ίδα)] … Dictionary of Greek
νοθείος — νοθεῑος, εία, ον, ουδ. και νόθειον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα) η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.… … Dictionary of Greek
ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… … Dictionary of Greek
πατρούχος — ον, Α φρ. «πατροῡχος παρθένος» η επίκληρος*, η μόνη κληρονόμος τής πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + οῦχος* (πρβλ. και πατρωϊῶχος)] … Dictionary of Greek