Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πατρικῆς

См. также в других словарях:

  • πατρικῆς — πατρικός derived from one s fathers fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отьчьскыи — (139) пр. 1.Пр. к отьць в 1 знач.: вѣры же ради ѥже въ х(с)а. оц҃ьскоѥ б҃атьство ѡставль и бы(с) мнихъ. ПрЛ 1282, 70в; Егда припадаѥши предъ б҃мь въ мл҃тве. такъ бѹди въ помыслѣ своѥмь. аки мрави˫а… и ˫ако дѣтищь нѣмѹ˫а. да сподобиши промышлени˫а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • отьчьствьныи — (3*) пр. 1.Относящийся к родине, отечеству: да ми ѿложитсѧ люба˫а землѧ оч҃ьствена˫а. не бо приведшии но иже избраша пронырьство. (ἡ πατρίς) ГБ к. XIV, 182в. 2. Относящийся к обычаям предков: на ѡбьщаго вл(д)кѹ Х(с)а гнѣвастесѧ… и тако || не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αδελφομοιρασιά — και αδερφομοφασιά, η [αδελφομοιράζω] 1. διανομή, μοίρασμα πατρικής κληρονομιάς ανάμεσα σε αδέλφια 2. το κτήμα που προέρχεται από τέτοια διανομή …   Dictionary of Greek

  • εναδικός — ή, ό (AM ἑναδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μονάδα, μοναδικός («τὴν έναδικὴν οὐσίαν τῆς ἁπλῆς καὶ μοναδικῆς θεότητος», Γρηγ. Νύσσ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐναδικόν («τὸ ἑναδικὸν τῆς πατρικῆς θεότητος», Δίδυμ.). επίρρ... εναδικώς …   Dictionary of Greek

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… …   Dictionary of Greek

  • λαχίδα — η λωρίδα, μερίδιο καλλιεργήσιμου κτήματος, που προέρχεται συνήθως από διανομή μεταξύ αδελφών πατρικής περιουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (λαχαίνω) + κατάλ. ίδα (πρβλ. κοπ ίδα, μερ ίδα)] …   Dictionary of Greek

  • νοθείος — νοθεῑος, εία, ον, ουδ. και νόθειον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα) η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.… …   Dictionary of Greek

  • ομόλογος — η, ο (ΑΜ ὁμόλογος, ον) 1. αυτός που έχει τις ίδιες αναλογίες ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο, αντίστοιχος, ανάλογος, σύστοιχος, σύμμετρος («ομόλογα σχήματα» ή «ομόλογα σημεία» σχήματα ή σημεία τα οποία αντιστοιχούν το ένα προς… …   Dictionary of Greek

  • πατρούχος — ον, Α φρ. «πατροῡχος παρθένος» η επίκληρος*, η μόνη κληρονόμος τής πατρικής περιουσίας ορφανή κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα τ. πατρῳοῦχος < πατρῷος + οῦχος* (πρβλ. και πατρωϊῶχος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»