-
1 παρ-ιππεύω
παρ-ιππεύω, neben-, vorbeireiten; Thuc. 7, 78; Pol. 5, 83, 7 u. öfter; heranreiten, ἐπὶ τὰ μέσα τῆς παρατάξεως, 3, 116, 3; zu Pferde durcheilen, πόντον, Eur. Hel. 1681; Sp. auch = überholen, übertreffen, Philostr.
-
2 συμ-παρ-ιππεύω
συμ-παρ-ιππεύω, mit vorbeireiten, D. Cass. 63, 2.
-
3 ἀντι-παρ-ιππεύω
ἀντι-παρ-ιππεύω, mit der Reiterei neben dem Heere anrücken (gegen den anrückenden Feind), Arr. An. 5, 16.
-
4 παριππεύω
παρ-ιππεύω, neben-, vorbeireiten; heranreiten; zu Pferde durcheilen; auch = überholen, übertreffen -
5 ἀντιπαριππεύω
-
6 συμπαριππεύω
См. также в других словарях:
παριππεύω — ΝΜΑ προχωρώ έφιππος κατά μήκος κάποιου μσν. αρχ. (ως μτβ.) μτφ. α) περνώ τον χρόνο μου β) παραλείπω, παραμελώ αρχ. 1. περνώ έφιππος από κάπου ή πάνω από κάτι 2. ακολουθώ κάποιον έφιπππος 3. εφορμώ έφιππος εναντίον κάποιου, καλπάζω 4. υπερβαίνω,… … Dictionary of Greek
αμφιβαίνω — ἀμφιβαίνω (Α) 1. περπατώ ολόγυρα, περιφέρομαι, τριγυρίζω 2. επιβαίνω, ιππεύω, καβαλικεύω 3. στέκομαι επάνω από τραυματισμένο φίλο μου για να τόν προστατεύσω, να τόν καλύψω 4. (για πολιούχες θεότητες) προστατεύω 5. και για τα ζώα που φυλάνε τα… … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek
παρακελητίζω — Α 1. τρέχω έφιππος δίπλα σε κάποιον 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ κάποιον στην ιππασία («ἵνα δὴ κέλης κέλητα παρακελητιεῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κελητίζω «ιππεύω» (< κέλης)] … Dictionary of Greek