-
1 παρ-ιαύω
-
2 ἰαύω
ἰαύω Barton?Grammatical information: v.Meaning: `sleep, rest, pass the night' (Il.).Derivatives: ἰαυθμός `sleeping-place, layer', μηλ-ιαυθμός `sheep-fold' (Lyc.), ἐνιαυθμός (EM; uncertain Call. Fr. 127); doubtful ἴαυος κοίτη H.Etymology: Reduplicated present (with ἰαῦσαι, ἰαύσω) of the root seen in αὖ-λις, αὑ-λη; without reduplication αὔει (Nic. Th. 263, 283); so * h₂i-h₂eu-. On the aor. ἄεσα \< * h₂u-es- s.v.; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 313, also Bechtel Lex. s. ἰαύω. Unclear are the H.-glosses ἄιες and αἰέσκοντο, s. Latte and Schulze Q. 71f. See further αὑλή (and ἐνιαυτός?); cf. Schwyzer 648, 686, 690. Cf. ἀέσκω s.v.Page in Frisk: 1,706Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰαύω
-
3 παριαύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παριαύω
-
4 παριαύω
-
5 παριαυω
См. также в других словарях:
ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά … Dictionary of Greek
παριαύω — Α (ποιητ. τ.) κοιμάμαι κοντά σε κάποιον ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἰαύω «κοιμάμαι, διανυκτερεύω»] … Dictionary of Greek