-
1 παρ-ερέσσω
παρ-ερέσσω ( ἐρέσσω), attisch - ττω, mit Rudern von der Seite bewegen, seitwärts fortrudern, Poll. 5, 71.
-
2 παρερέσσω
παρ-ερέσσω, mit Rudern von der Seite bewegen, seitwärts fortrudern
См. также в других словарях:
αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… … Dictionary of Greek
παρερέττω — Α κινώ κάτι σαν να κάνω κουπί («ὤσπερ κώπαις τισί παρερέττων τὸ σῶμα», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρέττω, αττ. τ. τού ἐρέσσω «κωπηλατώ»] … Dictionary of Greek