Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-ερέσσω

См. также в других словарях:

  • αμφήρης — (I) ἀμφήρης, ες (Α) 1. ο προσαρμοσμένος ή συνδεδεμένος και από τις δύο του πλευρές, ο καλά στερεωμένος, 2. ασφαλισμένος, ασφαλής 3. φρ. «ξύλα ἀμφήρη», ξύλα τής νεκρικής πυρός με τάξη στοιβαγμένα ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) + ήρης < ἀραρίσκω… …   Dictionary of Greek

  • παρερέττω — Α κινώ κάτι σαν να κάνω κουπί («ὤσπερ κώπαις τισί παρερέττων τὸ σῶμα», Πολυδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐρέττω, αττ. τ. τού ἐρέσσω «κωπηλατώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»