-
1 παρ-εν-τάσσω
παρ-εν-τάσσω, att. - ττω, daneben od. dazwischen anordnen, Plut. de an. procr. 20 u. a. Sp.
-
2 κατα-τάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3, 3, 11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9, 13; vgl. Ath. VIII, 335 c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3, 33, 12; εἰς τάξιν Lys. 13, 82, wie Plat. Legg. XII, 945 a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26, 3, 7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2, 47, 11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8, 11, 5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος D. L. 4, 5. – Bei Clem. Al. auch = verdauen.
-
3 μετα-τάσσω
μετα-τάσσω, att. - τάττω, umordnen, anders ordnen u. aufstellen, z. B. ein Heer, Xen. Cyr. 6, 1, 43 im med.; sich zu einem Andern stellen, zu ihm übergehen, τοὺς ξυμμάχους παρ' Ἀϑηναίους μετατάξασϑαι, Thuc. 1, 95; Sp.
-
4 παρεντάσσω
παρ-εν-τάσσω, daneben od. dazwischen anordnen -
5 κατατάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen; vom Range; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an; in einer Schrift etwas aufstellen, anführen; πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται, er hat viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; auch = verdauen
См. также в других словарях:
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
μετατάσσω — (ΑΜ μετατάσσω, Α αττ. τ. μετατάττω) [τάσσω] τάσσω αλλού, μεταθέτω, μεταφέρω σε άλλη θέση, μετατοπίζω, μετακινώ νεοελλ. 1. μεταφέρω αξιωματικό από ένα σώμα ή όπλο σε άλλο 2. (γενικά) μεταθέτω δημόσιο υπάλληλο από μια υπηρεσία σε άλλη παρεμφερή μσν … Dictionary of Greek
παρεύτακτος — ὁ, Α μέλος ειδικής οργάνωσης ή σωματείου εφήβων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εὔτακτος (< εὖ + τάσσω)] … Dictionary of Greek