Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παρ-εν-οπλίζω

См. также в других словарях:

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • εχιδνισμός — ο δηλητηρίαση από δάγκωμα οχιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα. Αναλογικός σχηματισμός προς τα ρηματ. παρ. σε ισμός τών ρ. σε ίζω (πρβλ. οπλίζω > οπλισμός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»