Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρ-εισέρχομαι

См. также в других словарях:

  • αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) …   Dictionary of Greek

  • παρεισφρέω — ΝΜ εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παρενδύομαι — Α εισδύω, εισέρχομαι πλαγίως, γλιστρώ κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐνδύομαι «φορώ τα ενδύματα μου, εισέρχομαι κάπου»] …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • επεισφρέω — ἐπεισφρέω (Α) 1. επεισέρχομαι 2. αφήνω κάτι να εισχωρήσει κρυφά ή παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισφρέω «εισέρχομαι» (πρβλ. παρ εισφρέω] …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • παραστείχω — Α 1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.) 2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ. 3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στείχω «περπατώ, βαδίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρείσειμι — Α παρεισέρχομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παρεισβαίνω — Α εισβαίνω από τα πλάγια, μπαίνω μέσα σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσβαίνω «εισέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παρεισβιάζομαι — Α μπαίνω κάπου με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσβιάζομαι «εισέρχομαι διά τής βίας»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»