-
1 παρ-έκ-θεσις
παρ-έκ-θεσις, ἡ, das zwischen eine ἔκϑεσις Eingeschobene, Schol. metr. Ar. Ach. 1007 Pax 458.
-
2 παρ-έν-θεσις
παρ-έν-θεσις, ἡ, das Dazwischenstellen, Einschieben, gew. ein eingeschobener Satz, Zwischensatz, Scholl., Gramm. u. a. Sp.
-
3 παρέκθεσις
παρ-έκ-θεσις, ἡ, das zwischen eine ἔκϑεσις Eingeschobene -
4 παρένθεσις
παρ-έν-θεσις, ἡ, das Dazwischenstellen, Einschieben, gew. ein eingeschobener Satz, Zwischensatz -
5 ὄμμα
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti. 45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)): Hom. and Hes. only use pl.,κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
;ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492
, etc.: sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.):—Phrases: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT 1385 ;ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30
;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT 528
; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib. 1371, cf. Aeschin.3.121 ;ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr. 241
; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj. 462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι.. φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ;ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr. 272
; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF 931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant. 760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr. 1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib. 1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba. 469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr. 102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp. 210 ; (lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med. 216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers. 604 ;ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11
;ἐπ' ὀμμάτων E. Supp. 1153
(lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib. 484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA 743 ;ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21
; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po. 1455a23, Rh. 1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c.2 metaph.,τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R. 533d
, Iamb.Protr. 21.κδ'.II the eye of heaven, i.e. the sun,ὄ. αἰθέρος Ar.Nu. 285
, cf. E.IT 194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως.. νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers. 428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT 110 ;νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89
; cf. ,βλέφαρον 11
.III generally, light: hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ;ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169
; .2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye,ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς.. ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu. 1025
.IV face or human form,ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj. 1004
;ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El. 903
;τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr. 253e
: as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr. 527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj. 977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E. Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV.V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62.
См. также в других словарях:
θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek