-
1 παραμαρτάνω
A err, trespass,εἰς ἥρων τι παρήμαρτον Ar.Fr. 692a
, cf. Plu.2.89e, Hierocl.p.58A.: c. dat., damage,στήλῃ Ath.Mitt.30.327
([place name] Temenothyrae).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμαρτάνω
См. также в других словарях:
παραμαρτάνω — Α 1. σφάλλω, πλανώμαι σε μεγάλο βαθμό 2. βλάπτω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἁμαρτάνω] … Dictionary of Greek