-
1 παρεξειμι
(inf. παρεξιέναι - поэт. παρεξίμεν; 3 л. pl. praes. ind. παρεξίασι)1) проходить мимо(παρὰ τέν οἰκίαν Plut.)
; миновать(πόλιν καὴ λίμνην Her.)
τοιαῦτα τὰ λεγόμενα π. Plat. — обойти молчанием данный вопрос2) обходить, преступать, нарушать(τὰν Διὸς ἁρμονίαν Aesch.; ψῆφον τυράννων Soph.)
-
2 αντιπαρεξειμι
-
3 επιπαρεξειμι
См. также в других словарях:
παρέξειμι — Α [έξειμι (Ι)] 1. βαδίζω παραπλεύρως, προχωρώ κοντά σε κάποιον κατά μήκος («παρὰ τὰς πόλεις παρεξιόντες ἐβόων ἐπὶ τήν Ρώμην πορεύεσθαι») 2. προχωρώ, προσπερνώ («παρεξιόντες δ ἄλλος ἄλλοθεν... ἐξηύδων τάδε», Ευρ.) 3. (για ποταμό) ρέω κοντά σε πόλη … Dictionary of Greek
παρεξιόν — παρέξειμι ibo pres part act masc voc sg παρέξειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιόντα — παρέξειμι ibo pres part act masc acc sg παρέξειμι ibo pres part act neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιόντων — παρέξειμι ibo pres imperat act 3rd pl παρέξειμι ibo pres part act masc/neut gen pl παρέχω hand over fut part act masc/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιοῦσα — παρέξειμι ibo pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιοῦσαν — παρέξειμι ibo pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιοῦσι — παρέξειμι ibo pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιέναι — παρέξειμι ibo pres inf act παρεξίημι allow to pass through pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιόντας — παρέξειμι ibo pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιόντες — παρέξειμι ibo pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξιόντι — παρέξειμι ibo pres part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)