-
1 παραλογος
I21) неожиданный, непредвиденный(ἀτυχήματα Arst.; τῶν βαρβάρων ἔφοδοι Polyb.; συμφορά Plut.)
2) противоречащий разуму, неразумный(πράξεις Plut.)
IIὅ неожиданный исход, непредвиденный оборот(τοῦ πολέμου Thuc.)
οἱ τοῦ βίου παράλογοι Thuc. — превратности жизни -
2 παράλογος
η, ο [ος, ον ] 1.1) безрассудный, неразумный; нерассудительный; 2) нелогичный; бессмысленный, абсурдный, нелепый;έχει παράλογες αξιώσεις — он предъявляет чрезмерные претензии;
3) чрезмерно высокий (о цене);2. (τό) нелогичность; абсурд, нелепость, бессмыслица -
3 παράλογος
[паралогос] εκ бессмысленный, нелепый, абсурдный. -
4 αφατος
См. также в других словарях:
παράλογος — beyond calculation masc/fem nom sg παράλογος beyond calculation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογος — η, ο, ΝΑ αυτός που λέγεται ή γίνεται αντίθετα με τον ορθό λόγο, έξω από τους κανόνες τής λογικής, άλογος («παράλογες αξιώσεις») 2. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει όταν και όπως δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, ανέλπιστος («τὰς αἰφνιδίους καὶ … Dictionary of Greek
παράλογος — η, ο αυτός που δε συμφωνεί με τη λογική, ο άστοχος, ασύνετος, ανόητος, ο μη λογικός: Με το μεθυσμένο υπάρχει συνεννόηση, με τον παράλογο όχι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραλογώτερον — παράλογος beyond calculation masc acc comp sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc comp sg παράλογος beyond calculation adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγως — παράλογος beyond calculation adverbial παράλογος beyond calculation masc/fem acc pl (doric) παράλογος beyond calculation masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράλογον — παράλογος beyond calculation masc/fem acc sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc sg παράλογος beyond calculation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτάτων — παράλογος beyond calculation fem gen superl pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογωτέρων — παράλογος beyond calculation fem gen comp pl παράλογος beyond calculation masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατα — παράλογος beyond calculation adverbial superl παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλογώτατον — παράλογος beyond calculation masc acc superl sg παράλογος beyond calculation neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλόγοις — παράλογος beyond calculation masc/fem/neut dat pl παράλογος beyond calculation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)