-
41 πέζα
Aτῶν ἄπο πέζαν ἐκτὸς ἔχων Androm.
ap. Gal.14.37 ; but distd. from it as the instep by Poll.2.192 ;πρὸς πέζῃ ποδός Paus. 5.11.2
, cf. AP12.176 (Strat.) ;οἱ πόδες οἰδίσκονται καὶ αἱ πέζαι μάλιστα Hp.Mul.2.169
.2 περίσφυροσπ., = πέδη1.2, AP6.211 (Leon.).II metaph., bottom, end of a body, ἐπὶ ῥυμῷ πέζῃ ἔπι πρώτῃ on the pole at the far end, Il.24.272.2 edge, border of a garment, A.R. 4.46, AP6.287 (Antip.), J.AJ3.7.4, Hld.3.3 ; of the sea, strand, bank,Ἐλευσῖνος παρὰ πέζαν Hermesian.7.17
; of a country, coastline,π. ἠπείροιο A.R.4.1258
, cf. D.P.61 ;εἰς ὁδοῦ π. στενήν Luc. Trag.238
; of a mountain, D.P.535, App.Pun. 103. -
42 στῆθος
A breast, of both sexes, being the front part of the θώραξ, divided into two μαστοί (Arist.HA 493a12, PA 688a13, al.), Hom. and later (cf. στέρνον), esp. in Prose, rare (and usu. metaph.) in post-Homeric verse; found once in Pi., twice in B., twice in A., never in S. or E. (v. infr. 1, 11);βάλε σ. παρὰ μαζόν Il.4.480
;ἔβαλε σ. μεταμάζιον 5.19
; , cf. Pl.Ti. 69e, 79c (pl.), Prt. 352a (pl.): in pl., διὰ στήθεσφιν ([dialect] Ep. gen.)ἔλασσε Il.5.41
; στήθεά τ' ἠδ' ἁπαλὴν δειρήν (of Briseis) 19.285; of animals, 11.282, 16.163, al., cf. X.Cyn.4.1, Arist.HA 496a9, 15, al., PCair.Zen. 532.7,18 (iii B.C.), BGU469.7 (ii A.D.);σ. φάσσης ἑψημένης Sor.2.41
, cf. 1.51: as the seat of the voice and breath, Il.3.221, 9.610, B.5.15, A.Th. 563 (lyr.), 865 (anap.); more freq. as the seat of the heart, Il.1.189, Od.1.341, Sapph.2.6, etc.; chest, Hp.Prorrh. 1.70, Ar.Nu. 1012, 1017 (both anap.), Th.2.49 (pl.), Diocl.Fr.142, IG42(1).121.100 (pl., Epid., iv B.C.), freq. in Arist. (v. supr.), PEnteux. 79.7 (iii B.C.), PTeb.316.19 (i A.D.), Sor.1.70b, al.; τὰ σ. breasts of a woman, Hp.Mul.2.133.II metaph., the breast as the seat of feeling and thought, as we use heart, freq. in Hom., but always in pl.,θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε Il.2.142
, al.;θάρσος ἐνὶ σ. ἐνῆκεν 17.570
; ἔχει κότον.. ἐν σ. ἑοῖσι 1.83;ἐν γάρ τοι σ. μένος πατρώϊον ἧκα 5.125
;νόον καὶ θυμὸν ἐνὶ σ. ἔχοντες 4.309
;μῆτιν ἐνὶ σ. κέκευθε Od. 3.18
, cf. Pi.Fr. 218, B.10.54: in Prose,εἰπεῖν ἃ ἔφησθα ἐν τῷ σ. ἔχειν Pl.Phdr. 236c
; πλῆρες τὸ σ. ἔχειν ib. 235c.III = στέρνον 111, breastbone, Hp.Art.14.2 ball of the foot, ib.55,58, cf. Epid.4.1, Ruf.Onom. 125;τὸ σαρκῶδες [τοῦ ποδὸς] κάτωθεν στῆθος Arist.HA 494a13
; ball of the hand (below the thumb), Ruf.Onom.86; (below the fingers), Gal.14.704; palm, dub. in Hp.Oss.9: cf. προστηθίς.IV breastshaped hill or bank, Plb.4.41.3, PMasp. 169b47 (vi A.D.), cf. Hsch. ( στῆθος has pan-Hellenic η, Sapph., Pi. ll.cc., IG42(1) l.c., Call. Lav.Pall.88, Theoc.2.79, 15.108, 135.) -
43 ἐξελίσσω
A unroll, unfold,περιβολὰς σφραγισμάτων E. Hipp. 864
;ταρσούς Aen.Tact.29.8
; : metaph., unfold, θεσπίσματα, λόγον, E.Supp. 141, Ion 397;θεῖον νόμον Porph. Marc.26
;οὐδ' ἄρα [τὸν αἰῶνα] ἐξελίξεις Plot.3.7.6
;προσελθοῦσα ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην; Id.2.4.9
:—[voice] Pass., ὁ.. κύκλος.. ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν is unrolled so as to form a line, Arist.Mech. 855a29, cf. Pr. 914a30, HeroAut.25.3.2 of any rapid motion, ἴχνος ἐ. ποδός evolve the mazy dance, E.Tr.3;χορείαν Aristid.1.97
J.; ἐ. τινὰ κύκλῳ hunt one round and round, E.HF 977; ἐ. κύκλους περί τινα wheel in circles round him, Hld.5.14; ἐ. τὸν αὑτῆς κύκλον [ἡ σελήνη] Plu.2.368a; of the hare,δρόμον ἐ.
double,Arr.
Cyn.17.3:— [voice] Pass., - ιχθῆναι τοὺς ἑλιγμούς ib.21.3; wheel about,ἐπὶ δεξιά Plu.Cam. 5
, cf. Tim.27: c. acc. loci, τοὺς κόλπους ἐ. follow the windings of the bays, App.BC5.84;ἐ. τὴν τάφρον Plu.Pyrrh.28
.b intr. in [voice] Act., Arr.Cyn.25.2;ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Ael.NA13.14
(also ἐ. ἑαυτόν escape, ib.3.16); of ships,παρὰ τὴν γῆν -ξασαι διέφυγον Plb.1.28.12
, cf. 1.51.11.3 evolve, in [voice] Pass.,ζωὴ ἐξελιττομένη εἰς τέλος Plot.1.4.1
;ὅσα τὰ πολλά, τοσαῦτα τὸ ἕν, ἀφ' οὗ ἐξελίττεται Dam.Pr.4
.II as military term, = ἀναπτύσσειν, extend the front by bringing up the rear men, deploy,τὴν φάλαγγα X.Cyr.8.5.15
, HG4.3.18;ἐξελίττεται ὁ στίχος Id.Lac.11.8
.b countermarch, Ascl.Tact.10.13, etc.c generally, manoeuvre, Arr.Tact.25.6:—[voice] Med. or [voice] Pass., ib.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξελίσσω
-
44 ὑπάγω
ὑπάγω [ᾰ]:A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.)δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp. 20a
.17, cf. E.Hipp. 1194 in PLit.Lond.73 ( ἐπῆγε codd.); also simply,ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73
.2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106
;ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3
:— [voice] Med., bring under one's own power, reduce,πόλιν Th.7.46
;τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1
, etc.3 subsume,ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11
, cf. 235.7 ([voice] Pass.);πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29
.4 bring forward in reply, in [voice] Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11.5 subject,τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38
:—[voice] Pass.,τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2
.II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 ([voice] Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82;οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28
;ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70
; simply,ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33
; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat.,ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11
:—[voice] Med.,τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El. 1155
(lyr., dub. l., δίκαν codd.):—[voice] Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat.,τοῖς τῆς.. πεπρωμένης.. νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24
(Amorgos, iii A.D.);ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36
tit.III lead on by degrees,τὰς κύνας X.Cyn.5.15
, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94;τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507
(lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8;τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν.., ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr. 14c
;τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel. 826
;ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος.. δοίη δίκην Lys.6.19
; ἡ πέρδιξ.. ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA 613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr. 428:—[voice] Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the [voice] Act., lead on,ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91
, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39;ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1
; give one a lead in speech, E.Andr. 906, cf. X.An. 2.1.18:—[voice] Pass.,κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1
; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10
(v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178
, etc.;εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188
;ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19
. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.)IV take away from beneath, withdraw,τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163
;ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10
:—[voice] Pass.,ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76
.3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10;ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279
, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111.B intr., go away, withdraw, retire,ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921
, cf. Ar.Av. 1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion,ὑπάγει βάδην Arist.HA 629b17
; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he.. goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.);ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155
, 218, al. (i A.D.).II go forwards, draw on,ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ
on with you!E.
Cyc.52 (lyr.);ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu. 1298
;ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra. 174
;ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79
: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16.2 later, in [tense] pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come',ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10
; ὕπαγε, δεῖξον .. Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31;ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5
;ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8
(iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.);καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17
(ii/iii A.D.): the [tense] aor. isἀπῆλθον, ὕπαγε.. καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6
:— αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19.III Medic., of the bowels, to be open,κοιλίη ὑπάγουσα Hp.
Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. -
45 ὑποτίθημι
A place under,ὑπὸ κύκλα ἑκάστῳ πυθμένι θῆκεν Il.18.375
; τὰ φρύγαν' ὑ. puts the firewood under, Telecl.40; θεοῦ βάσεις ὑποτιθέντος putting legs or feet under them, Pl.Ti. 92a, cf. Arist.PA 686a34;σιδηρᾶς κανονίδας ὑ. Ph.Bel.57.11
, cf. 60.31, al.;ὑπὸ ποταμοὺς πολλοὺς.. πόλιν ὑ. Pl.Lg. 682c
;κύλικα ὑπὸ τὴν κλίνην IG12(5).593.21
(Iulis, v B. C.); ὀχετὸν ἐκποιήσαντι καὶ ὑποθέντι ib. 12.373.66;[φοίνικας] ὑ. X.Cyr.7.5.12
;ἀλεκτορίδι ὑ. τὰ ᾠά Arist.HA 564b3
; ἑαυτὴν [ τῷ ἄρρενι] ib. 540a11;ὑ. <τι> ὑπὸ τὸν ὀφθαλμόν Id.Pr. 874a9
; of a prancing horse,ὑ. τὰ ὀπίσθια σκέλη ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια X.Eq. 11.2
; τὰ ὄπισθεν σκέλη διὰ πολλοῦ ὑ. bring up his hind legs far apart from one another, ib.1.14;κατακλίνεται [ὁ λαγὼς] ὑποθεὶς τὰ ὑποκώλια ὑπὸ τὰς λαγόνας Id.Cyn.5.10
: metaph.,ὑποχειρίους τοῖς ἐχθροῖς ὑ. τὰς αὑτῶν πατρίδας Pl.Plt. 308a
; ἔστε ὑπέθηκε Ἀΐδᾳ until he handed him over to Hades, of a hound attacking a boar, PCair.Zen.532.11 (iii B. C.):—[voice] Med., place under one's feet, τι X.Cyr.8.1.41;τοὺς μηροὺς ὑφ' αὑτά Arist.IA 713a23
.b subjoin, enclose, append a document, (iii B. C.), cf. Sammelb.5675.2 (ii B. C.), etc.: so in [voice] Med., PLond.3.921.10 (ii/iii A. D.).II set before one, offer, suggest,τὴν ἐν φίλοις δικαιοτάτην ὑπόθεσιν ἔχω ὑποτιθέναι X.Cyr.5.5.13
; hold out hope,ὑποτιθεῖς τίν' ἐλπίδα; E.Or. 1186
, cf. X.HG4.8.28, D.23.58, Plu.2.256a, Lys. 23, Aristid.1.379 J.; ;ἡ εὐπραγία ὑ. ἰσχὺν τῆς ἐλπίδος Id.4.65
; ὑπέθηκας ὀρθῶς τοὺς λόγους, i. e. you have given good advice, E.IA 507; τὸν ὑποθέντα τὰς τέχνας γυναιξὶ τόνδε he who proposed these tricks to the women, Id.Ba. 675:—earlier in [voice] Med., suggest, ; , cf. Il.11.788;δόλον ὑπεθήκατο Hes.Th. 175
;ἄλλα μὲν αὐτὸς ἐνὶ φρεσὶ σῇσι νοήσεις, ἄλλα δὲ καὶ δαίμων ὑποθήσεται Od.3.27
;Κροῖσος ταῦτά οἱ ὑπετίθετο Hdt. 1.156
, cf. 3.36;ἔπεμψέ με σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν, ἤν περ βούλησθε πείθεσθαι Id.5.98
, cf. 7.237; : c. dat. pers. only, advise, counsel, admonish one, Od.2.194, 5.143, Ar.Av. 1362, Lys. 522 (anap.), Pl.Chrm. 155d: with an Adv.,ἀλλά μοι εὖ ὑπόθευ Od. 15.310
, cf. Hdt.1.90;αὐτάρ τοι πυκινῶς ὑποθησόμεθ', αἴ κε πίθηαι Il. 21.293
.2 [voice] Med., in stronger sense, enjoin, ; of a doctor, Pl.Plt. 295c; of Nestor, Id.Hp.Ma.286b; [Μέττιος Ῥοῦφος] τῷ στρατηγῷ περὶ τούτου ὑπέθετο POxy. 237 vi 40
(ii A. D.); gloss on ἐπιστέλλει, Sch.S.OT 106; of Pythagoras,τὴν εἰς τὸ σπονδειακὸν μεταβολὴν ὑπέθετο τῷ αὐλητῇ Iamb.VP25.112
; (ii A. D.); δύο σκοποὺς ὑποθέσθαι τῆς φλεβοτομίας prescribe two conditions of (successful) venesection, Gal.15.765.3 [voice] Med., instruct, demonstrate, ; δεῖ ὑποθέσθαι τί λέγομεν τὸ βαρύ as a preliminary we must explain, Id.Cael. 269b20;ὑ. ὡς χρὴ μάχεσθαι Philostr.Her.10.5
;Φινεὺς.. τοῖς Ἀργοναύταις.. περὶ τῶν συμπληγάδων ὑπέθετο πετρῶν Apollod.1.9.22
;ὁ ὑποθέμενος αὐτῷ τὴν ἀνάγνωσιν Arr.Epict.1.26.13
, cf. 2.2.21;παλαισμάτων εἴδη ὁπόσα ἐστί, δηλώσει ὁ παιδοτρίβης, καιρούς τε ὑποθέμενος κτλ. Philostr.Gym.14
: c. acc. et inf.,ὑ. τῷ ἐπιεικεῖ παιδὶ ῥᾴδιον πεφυκέναι κτλ. Iamb.VP10.51
.III [voice] Med., propose to oneself as a task,πολεμιστήριον [ἵππον] ὑπεθέμεθα ὠνεῖσθαι X.Eq.3.7
;δεῖ ὑποτίθεσθαι κατ' εὐχήν, μηδὲν μέντοι ἀδύνατον Arist. Pol. 1265a17
; make up one's mind, adopt as a policy, ;τοῦθ' ὑπέθετο, δεινότατον πρᾶγμα, οἶμαι, ὅπως ἐν ἐκείνῳ εἴη.. φάναι And.1.39
;ἕνα τοῦτον ὑποθέμενος τὸν σκοπόν, ἅπαντας ἡμᾶς ἀγορεύειν κακῶς Luc.Pisc.7
;πρὶν τὴν ἀρχὴν ὀρθῶς ὑποθέσθαι, μάταιον ἡγοῦμαι περὶ τῆς τελευτῆς ὁντινοῦν ποιεῖσθαι λόγον D.3.2
:—[voice] Pass.,ὁ ὑποτεθεὶς σκοπός Arist.EN 1144a24
.2 propose to oneself as a subject of discussion or argument,ἀπ' ἐμαυτοῦ ἄρξωμαι καὶ τῆς ἐμαυτοῦ ὑποθέσεως, περὶ τοῦ ἑνὸς αὐτοῦ ὑποθέμενος, εἴτε ἕν ἐστιν εἴτε μή [ἕν], τί χρὴ συμβαίνειν; Pl.Prm. 137b
, cf. Ti. 26a;ἵνα μὴ δοκῶ περὶ τὰ μέρη διατρίβειν, ὑπὲρ ὅλων τῶν πραγμάτων ὑποθέμενος Isoc. 4.51
, cf. 12.119;ὥσπερ ὑπεθέμην Thphr.Char.Prooem.5
;περὶ ἀέρος εἰπόντες, ὥσπερ ὑπεθέμεθα Arist.Mete. 340a23
, cf. Rh. 1432b5, Aeschin. 1.37, 2.102;ὑποθησόμεθα ταύτης ἀρχὴν τῆς βύβλου τὴν πρώτην διάβασιν ἐξ Ἰταλίας Ῥωμαίων Plb.1.5.1
:—[voice] Pass.,οἱ ὑποτεθέντες λόγοι Pl. Lg. 812a
.IV [voice] Med., assume as a preliminary,ταύτην μὲν δὴ πυρὸς ἀρχὴν καὶ τῶν ἄλλων σωμάτων ὑποτιθέμεθα Id.Ti. 53d
;ὑποθέμενος ἑκάστοτε λόγον.., ἃ μὲν ἄν μοι δοκῇ τούτῳ συμφωνεῖν, τίθημι ὡς ἀληθῆ ὄντα Id.Phd. 100a
;οἱ περὶ τὰς γεωμετρίας.. ὑποθέμενοι.. τὰ σχήματα,.. ποιησάμενοι ὑποθέσεις αὐτά Id.R. 510c
; ;ὃ ἐξ ἀρχῆς ὑπετιθέμεθα Id.Chrm. 171d
;ἐὰν ὡς ὂν ὑποθῇ ὃ ὑπετίθεσο Id.Prm. 136c
; ὑ. περί τινος ὡς ὄντος ib. 136b, cf. 137b, Plt. 284c;ὑ. ὡς τούτου οὕτως ἔχοντος Id.R. 437a
: c. acc. et inf., assume or suppose that.., Id.Phd. 100b, Prt. 339d: without inf., [ τὴν ἀρετὴν] διδακτὸν ὑ. assume it to be teachable, ib. 361b;τἀναντία οἷς ὑπεθέμην Id.Tht. 165d
; ὥσπερ ὑπέθου as you began by requiring, Id.R. 346b (referring to 336d):—[voice] Pass., esp. in [tense] aor. ὑπετέθην (cf.ὑπόκειμαι 11.2
), Id.Ti. 48e, 61d;τὰ ὑποτεθέντα Id.Prm. 136b
; τῶν καλῶν τι ἡ σωφροσύνη ὑπετέθη was assumed to be.., Id.Chrm. 160d (referring to 159c);τοῦτο δ' ἀδύνατον, ὥστε ψεῦδος τὸ ὑποτεθέν Arist.APr. 61a31
; εἰ τοῦτό τις ὑποτεθείη γινώσκειν if it were assumed that one knew this, Phld.Rh.2.17S.2 later, assume, suppose, estimate,παρέσομαι πρὸς ὑμᾶς, ὡς ὑποτίθεμαι, τῇ ιζ PCair.Zen.247.4
(iii B. C.); ὑποτιθεμένου τοῦ ποδὸς δραχμῆς the foot being reckoned at one drachma, Supp.Epigr.4.446.14 (Didyma, iii/ii B. C.), cf. PCair.Zen. 15r.34 (iii B. C.); τὸν χιλιάρουρον (sc. ἀμπελῶνα) ὑποτιθέμεθα ἐπὶ τὸ ἔλαττον we assess at the reduced sum, ib.361.9 (iii B. C.); νεώτερον αὐτὸν ὑ. put him down as younger, D.H.4.6; ταῦτα τὸν Ὅμηρον ὡς συστρατιώτην ἔφη εἰρηκέναι καὶ οὐχ ὡς ὑποτιθέμενον not as a composer of fiction, Philostr.Her.4.4.V [voice] Act., establish as a preliminary, premise, ταῦθ' ὑποθεὶς ἐπεῖπεν ὡς .. Aeschin.2.157; τοῦθ' ὑποθέντες ἀκούετε τῇ γνώμῃ, τί ἄν, εἴ τις ἔπασχε ταῦθ' ὑμῶν, ἐποίει after deciding in your own minds, D.21.108;ῥυθμοὺς καὶ σχῆμα ἐλευθέριον ὑποθεῖσαι μέλος ἢ λόγον ἐναντίον ἀποδοῦναι Pl.Lg. 669c
.2 represent as ὑποκείμενον (v.ὑπόκειμαι 11.8
),εἰ μή τις ἑτέραν ὑποθήσει τοῖς ἐναντίοις φύσιν Arist.Ph. 189a28
; [ἀρχὴν] ἄν τε μίαν ἄν τε πλείους Id.Metaph. 988a24
.VII put down as a deposit or stake, pawn, pledge, mortgage,τοῦτο τὸ ἐνέχυρον Hdt.2.136
; τὴν οἰκίαν, τὴν οὐσίαν, Isoc.21.2, D.28.17, 49.12; ὑπέθεσαν αὐτῷ τοῦ ταλάντου τὰς προσόδους mortgaged their revenues for the talent, Aeschin.3.104;τῷ πατρὶ τἀνδράποδα D.27.25
;δραχμὴν ὑπόθες Diph.73.2
;ὑποθέμενοι χρυσίον IG12.313.177
; τὴν οἰκίαν πωλοῦντα καὶ ὑποτιθέντα selling and mortgaging, i.e. having full ownership of, the house, PCair.Zen.588.1, cf. 9 (iii B. C.), PRyl.162.28 (ii A. D.); cf.ὑποθήκη 11
:—[voice] Med., of the mortgagee, lend money on pledge, D.28.18;ὑποθέσθαι τὰ σκεύη τῆς νεώς Id.50.55
:— but the [voice] Med. is used for the [voice] Act. in later writers, Plu.Cat.Mi.6:— for the [voice] Pass., ὑπόκειμαι is used, except in [tense] aor. 1, πόρους (revenues) ὑποκεῖσθαι αὐτοῖς τούς τε ὑποτεθέντας εἰς τὸ βουλευτήριον .. OGI46.10 (Halic., iii B. C.), cf. AJP56.375 (Colophon, iv B. C., [voice] Med. and [voice] Pass.); cf. τίθημι.2 stake, hazard, venture, ; τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς at his own risk, D.19.252; alsoἑαυτὸν ἔγγυον ὑποθείς Plu.Crass.7
;τὴν ψυχὴν ταῖς τύχαις Luc.Dem.Enc.41
;τὰ σὰ τοῖς ἐκτός Arr.Epict.2.2.12
; τὸν τράχηλον ib.4.1.77; ἑαυτὸν τῷ νόμῳ, i. e. risked the penalties of the law, Philostr.Gym.24;οὐδὲ αὑτοὺς ταύταις ὑποθήσομεν ταῖς αἰτίαις Jul.Or.3.112a
; νομίμοις ποιναῖς ὑποθεῖναι [ αὐτούς] PMasp.24.50 (vi A. D.); ἑαυτὸν [ ὀργῇ] Plu.Them.24;τοῖς κινδύνοις σφᾶς αὐτούς Aristid.1.467
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποτίθημι
См. также в других словарях:
ՄՕՏԱԼՈՒՏ — ( ) NBH 2 0310 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c ա.մ. παρὰ πόδος ἑν ἐτοίμῳ imminens, imminenter. Մօտ ընդ մօտ. մօտ առ մէտ. առ դուրս հասեալ. դիւրապատրաստ. կարի մօտաւոր. անյապաղ. *Անցուցանել զօրհասն, որ անդէն մօտալուտ (կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
περόνη — Μακρύ οστό του κάτω άκρου που μετέχει στην ποδοκνημική άρθρωση· αρθρούται στο επάνω μέρος με το άνω άκρο της κνήμης, ενώ στο κάτω μέρος συνδέεται με την κνήμη με τη μεσόστεα μεμβράνη και με ισχυρούς συνδέσμους. Το κάτω άκρο της σχηματίζει το έξω… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… … Dictionary of Greek