-
1 παρθενεύω
-
2 στεριφεύομαι
στεριφεύομαι, unfruchtbar sein, Hesych. erkl. es durch παρϑενεύομαι.
-
3 διαπαρθενευομαι
-
4 παρθενεύω
παρθενεύω, (a) activ., wie eine Jungfrau behandeln, halten; (b) παρϑενεύομαι, jungfräulich leben, unschuldig sein
См. также в других словарях:
παρθενεύω — ΜΑ [παρθένος] 1. (το ενεργ. και το μέσ.) (ως αμτβ.) (για γυναίκα) διάγω παρθενικό βίο («ὦ κόρη, τί παρθενεύει δαρόν, ἐξόν σοι γάμου τυχεῑν μεγίστου;» Αισχύλ.) 2. είμαι καλόγερος ή καλόγρια αρχ. 1. (ως μτβ.) ανατρέφω κορίτσι ως παρθένο, τής δίνω… … Dictionary of Greek
στεριφεύομαι — Α [στέριφος (II)] 1. είμαι στείρος, άγονος 2. (κατά τον Ησύχ.) «παρθενεύομαι» … Dictionary of Greek