-
1 παρθενιά
παρθενία η1) девственность; 2) перен. чистота, невинность, целомудрие;§ παίρνω την παρθενιά — а) лишать девственности; — б) первым взять, попробовать (чего-л.)
-
2 Παρθενια
-
3 παρθενια
-
4 παρθενία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παρθενία
-
5 παρθενία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > παρθενία
-
6 παρθενία
девственность, девичество, девство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > παρθενία
-
7 παρθενιά
[партэньа] ουσ θ девственность. -
8 αμφιβολος
21) накинутый, надетый(παρθένια σπάργανα, λίνα Eur.)
2) подвергающийся нападению с двух или со всех сторон(πολῖται Aesch.)
ἀ, γενέσθαι или εἶναι Thuc. — подвергаться круговому обстрелу, быть между двух огней3) обоюдоострый(κάμακες Anth.)
4) двусмысленный(ὄνομα Plat.; νόμος Arst.; χρησμός Plut.)
5) неопределенный, сомнительный, ненадежный(τύχη Plut.)
6) неуверенный, сомневающийся(ἀ. εἶναι ἔν τινι Plut.)
ἀμφίβολοι πλέομεν Luc. — мы плыли в нерешительности -
9 απειροτοκος
-
10 αστεργανωρ
-
11 3932
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3932
См. также в других словарях:
παρθενία — παρθενίᾱ , παρθένιος of a maiden fem nom/voc/acc dual παρθενίᾱ , παρθένιος of a maiden fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱ , παρθενία fem nom/voc/acc dual παρθενίᾱ , παρθενία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱ , παρθενίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίᾳ — παρθενίᾱͅ , παρθένιος of a maiden fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίαι , παρθενία fem nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενία fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίαι , παρθενίας son of a concubine masc nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενίας son of a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρθενία — Παρθενίᾱ , Παρθενίη virginity fem nom/voc/acc dual Παρθενίᾱ , Παρθενίη virginity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρθενίᾳ — Παρθενίᾱͅ , Παρθενίη virginity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθένια — signs of virginity neut nom/voc/acc pl παρθένιον feverfew neut nom/voc/acc pl παρθένιος of a maiden neut nom/voc/acc pl παρθένιος of a maiden neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενία — και παρθενιά, η / παρθενία και επικ. τ. παρθενίη, ΝΜΑ [παρθένος] η ιδιότητα ή η κατάσταση τής γυναίκας που είναι παρθένα, που δεν έχει έλθει ακόμα σε σαρκική επαφή με άντρα νεοελλ. 1. η απουσία κάθε πονηρής σκέψης ή διάθεσης, αγνότητα («η… … Dictionary of Greek
παρθένια — τὰ, Α 1. λυρικά χορικά άσματα, τα παρθένεια, βλ. παρθένειος 2. τα σημεία που χαρακτηρίζουν την παρθενία μιας γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού πληθ. τού ουδ. τού επιθ. παρθένιος] … Dictionary of Greek
παρθενιά — η παρθενικός υμένας, κατάσταση της παρθένας, αγνότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρθενίας — παρθενίᾱς , παρθένιος of a maiden fem acc pl παρθενίᾱς , παρθένιος of a maiden fem gen sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱς , παρθενία fem acc pl παρθενίᾱς , παρθενία fem gen sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱς , παρθενίας son of a concubine masc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίαι — παρθενίᾱͅ , παρθένιος of a maiden fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενία fem nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενία fem dat sg (attic doric aeolic) παρθενίας son of a concubine masc nom/voc pl παρθενίᾱͅ , παρθενίας son of a concubine masc dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρθενίαν — παρθενίᾱν , παρθένιος of a maiden fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενία fem acc sg (attic doric aeolic) παρθενίᾱν , παρθενίας son of a concubine masc acc sg (attic epic doric aeolic) παρθενίας son of a concubine masc acc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)