-
1 αστεργανωρ
См. также в других словарях:
αστεργάνωρ — ἀστεργάνωρ, η (Α) αυτή που δεν έχει αγάπη για τον άντρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στέργω + άνωρ < ανήρ (ανδρός)] … Dictionary of Greek
ἀστεργάνορα — ἀστεργά̱νορα , ἀστεργάνωρ without love of man masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)