-
1 αμφιβολος
21) накинутый, надетый(παρθένια σπάργανα, λίνα Eur.)
2) подвергающийся нападению с двух или со всех сторон(πολῖται Aesch.)
ἀ, γενέσθαι или εἶναι Thuc. — подвергаться круговому обстрелу, быть между двух огней3) обоюдоострый(κάμακες Anth.)
4) двусмысленный(ὄνομα Plat.; νόμος Arst.; χρησμός Plut.)
5) неопределенный, сомнительный, ненадежный(τύχη Plut.)
6) неуверенный, сомневающийся(ἀ. εἶναι ἔν τινι Plut.)
ἀμφίβολοι πλέομεν Luc. — мы плыли в нерешительности -
2 αμφίβολος
-
3 αμφίβολος
[амфиволос] επ сомнительный, двусмысленный.
См. также в других словарях:
ἀμφίβολος — put round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφίβολος — η, ο (Α ἀμφίβολος, ον) αυτός που βρίσκεται στα όρια τού πιθανού και τού απίθανου, τού δυνατού και τού αδύνατου, αβέβαιος, άδηλος, αόριστος, προβληματικός 2. (για πρόσωπα) αυτός που βρίσκεται σε αμφιβολία, σε αβεβαιότητα, που διστάζει νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
αμφίβολος — η, ο επίρρ. α αβέβαιος, ασαφής: Αμφίβολη η επιτυχία της συνδιάσκεψης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφιβόλως — ἀμφίβολος put round adverbial ἀμφίβολος put round masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίβολον — ἀμφίβολος put round masc/fem acc sg ἀμφίβολος put round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλοις — ἀμφίβολος put round masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλοισι — ἀμφίβολος put round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλοισιν — ἀμφίβολος put round masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλου — ἀμφίβολος put round masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλους — ἀμφίβολος put round masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφιβόλων — ἀμφίβολος put round masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)