Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρουσία

См. также в других словарях:

  • παρουσία — παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc/acc dual παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρουσία —         (parusia) (греч.) присутствие. Наличие идей в вещах (Платон). Второе пришествие Христа. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… …   Dictionary of Greek

  • παρουσίᾳ — παρουσίαι , παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσία — η 1. αυτοπρόσωπη εμφάνιση, το να είναι κανείς παρών: Η παρουσία του δασκάλου στην τάξη επιδρά κατασταλτικά στις παρορμήσεις των παιδιών. 2. ο ερχομός, η προσέλευση: Δευτέρα Παρουσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… …   Dictionary of Greek

  • παρουσίας — παρουσίᾱς , παρουσία presence fem acc pl παρουσίᾱς , παρουσία presence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσίαι — παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσιάσας — παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem acc pl (doric) παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem gen sg (doric) παρουσιάσᾱς , παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρουσίαν — παρουσίᾱν , παρουσία presence fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»