-
81 наличие
[ναλίτσιιε] ουσ ο παρουσία -
82 присутствие
[πρισούτστβιιε] ουσ ο παρουσία -
83 вертеть
верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.
|| στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.τρυπανίζω.2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.
εκφρ.вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.1. περιστρέφομαι, γυρίζω.2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.
|| μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...
3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.
εκφρ.-ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•как ни -ись – ό,τι και να κάνεις. -
84 желательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;, επιθυμητός, ευκταίος•ваше присуствие очень -о η παρουσία σας είναι πολύ επιθυμητή.
-
85 избавить
-влю, -випь ρ.σ.μ.1. (απο)λυτρώνω, γλυτώνω σώζω•избавить от смерти γλυτώνω από το θάνατο.
|| απαλλάσσω•-ьте меня из его присуствия Ιαταλλάξτε με από την παρουσία του.
2. αφήνω ήσυχο•сам идти, а меня избавь πήγαινε μονάχος σου, εμένα άφησε με ήσυχο.
γλυτώνω, απαλλάσσομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
86 излишний
-яя, -ее, βρ: -шен, -шня, -шне.1. περίσσιος, περιττός, παραπανίσσιος, υπερβολικός•-ее любопытство υπερβολική περιέργεια•
-ие подробности περιττές λεπτομέρειες•
-яя роскошь περίσσια πολυτέλεια•
его при-суствие -е η παρουσία του είναι περιττή.
2. άδικος, χαμένος, άχρηστος. -
87 наличие
-я ουδ.παρουσία ύπαρξη•заседание состоится при -ии кворума η συνεδρίαση θα γίνει, αν υπάρξει απαρτία.
εκφρ.быть (оказать(ся) в -и – είμαι, βρίσκομαι,υπάρχων;•при --и – αν υπάρχει, -χουν. -
88 намозолить
-
89 почтить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. почтнный, βρ: -чтн, -чтена, -чтеноτιμώ•-память вставанием τιμώ τη μνήμη με ανόρθωση•
почтить своим црисуствием τιμώ με την παρουσία μου•
почтить память умершего τιμώ τη μνήμη του θανόντα.
-
90 при
(πρόθεση).1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•
город при реке παραποτάμια πόλη•
жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•
при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•
сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•
при институте κοντά στο Ινστιτούτο•
ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•
поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.
2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•
при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.
3. (για χρόνο)• κατά•при отъезде κατά την αναχώρηση•
при входе κατά την είσοδο•
при обыске κατά την έρευνα.
|| σε • κατά•темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.
|| (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.
4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.
5. με, χάρη σε•при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•
при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.
6. μαζί, μετά•надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•
прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.
7. επί, τον καιρό•при царе επί τσάρου.
8. παρά, ενάντια•при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.
-
91 путать
ρ.δ.μ.1. μπερδεύω, ανακατεύω•волосы μπερδεύω τα μαλλιά•
путать нитки μπερδεύω τις κλωστές.
|| συγχύζω, κάνω σύγχυση•-счт μπερδεύω το λογαριασμό•
я всегда их -аго путать они так похожи друг на друга πάντοτε τους μπερδεύω, τόσο πολύ μοιάζουν μεταξύ τους•
я -аю их имена μπερδεύω τα ονόματα τους.
2. μπλέκω, παρασύρω, τυλίγω•не -ете меня в это грязное дело μη με μπερδεύετε σ αυτή τη βρωμερή υπόθεση (βρωμοδουλειά).
|| πεδικλώνω.εκφρ.путать следы – μπερδεύω τα ίχνη (για εξαπάτηση).1. περιπλέκομαι; μπερδεύομαι, ανακατεύομαι. || συγχύζομαι.2. επεμβαίνω.3. εμποδίζω (με την παρουσία μου).4. περιπλανιέμαι (να βρω το δρόμο, την κατεύθυνση). -
92 самоличный
επ. (απλ.) αυτοπρόσωπος•-ое приоуствие αυτοπρόσωπη παρουσία.
-
93 страшный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. φοβερός, τρομερός• τρομακτικός•страшный сон τρομακτικό όνειρο•
страшный взгляд φοβερή ματιά.
|| επικίνδυνος•страшный путь φοβερός δρόμος•
страшный час φοβερή ώρα (στιγμή).
2. δυνατός, ισχυρός•-ая боль φοβερός πόνος•
страшный холод φοβερό κρύο•
-ая скука φοβερή πήξη.
εκφρ.страшный суд – δευτέρα παρουσία. -
94 тет-а-тет
επίρ.τετ α τετ, οι δυό μας, χωρίς την παρουσία άλλου. -
95 утрудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утружденный, βρ: -ден,• -дена, -оρ.σ.μ. παλ. ανησυχώ, ενοχλώ•утрудить кого своим при-суствием ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου.
κουράζομαι, κοπιάζω, αποσταίνω. -
96 ухо
-а, πλθ. уши, ушей ουδ.1. το αυτί, το ους•у меня болит ухо μου πονά το αυτί•
шум в ушах βουητό στ αυτιά•
глух на одно ухо κουφός από το ένα αυτί•
внутренне ухо το εσωτερικό αυτί•
среднее ухо το μέσο αυτί•
чесать ухо ξύνω το αυτί•
длинные уши μακριά (μεγάλα) αυτιά.
2. μέρη αντικειμένου που μοιάζουν με αυτιά (λαβές κ.τ.τ.)• шапка с ушами σκούφια με αυτιά•уши котла τα αυτιά (οι λαβές) του λέβητα.
3. η βελονότρυπα.4. ακοή•медвежье ухо η ακοή της αρκούδας•
у этого певца тонкое ухо αυτός ο τραγουδιστής έχει λε-τό αυτί•
музыкальное ухо μουσικό αυτί.
εκφρ.ухо-парень – α) επιτήδειος (εφευρετικός) νέος• — девка επιτήδεια (εφευρετική) νεανίδα, β) παλικάρι, λεβέντης• λεβέντισσα•ухо в ухо ή ухо к -у идти (бежать) – συμβαδίζω ακριβώς, βαδίζω (τρέχω) πλάι-πλάι, στο ίδιο ύψος, στην ίδια γραμμή• ухо ή уши режет, дерт χτυπά άσχημα στ αυτιά, μου τρυπά τ αυτιά•навострить ή насторожить ухо ή уши – τεντώνω το αυτί, τα αυτιά, αυτιάζομαι, αφουγκράζομαι•нарвать, натрепать уши кому – τραβώ τ αυτιά κάποιου (τιμωρώ, μαλώνω)•пощадить уши чьи – σέβομαι την παρουσία κάποιου (γι αυτό δεν αναφέρω, λέγω κάτι)•слышать своими ушами – ακούω ο ίδιος (με τα ίδια μου τ αυτιά)•дуть ή петь в уши кому – τρώγω τ αυτιά κάποιου (επιμένω ενοχλητικά)•дать ή съездить, заехать в ухо кому – μπατσίζω, ραπίζω, χαστουκίζω, δίνω σφαλιάρα σε κάποιον•в одно ухо входит, в другое выходит – από το ένα τ αυτί μπαίνει και από τ άλλο βγαίνει, (αδιαφορία στο άκουσμα)•во все уши слушать – είμαι όλος αυτιά (εντείνω την ακοή, ακούω με μεγάλη προσοχή)•в ушах(ухе) звенит ή шумит – βουίζουν τ αυτιά μου (το αυτί μου)•за уши ташить (тянуть) – με το σπρώξιμο (βοηθώντας) κάνω κάποιον να προοδεύσει, να πετύχει•за ушами у кого трешит – τρώγει κάποιος πολύ λαίμαργα•и (даже) -ом не вести – κωφεύω, αδιαφορώ τελείως, δε γυρίζω να ακούσω, δεν ιδρώνει τ αυτί μου•краем -а ή в пол-уха слушать – σχεδόν δεν προσέχω ή ελάχιστα προσέχω (τον ομιλητή)•на ухо говорить (сказать шептать) – λέγω μυστικά στο αυτί, ψιθυρίζω στ αυτί•над -ом звенеть,кричать – ηχώ, φωνάζω σιμά στ αυτί•не видать как своих ушей – δε θα τον δεις ποτέ (όπως δεν μπορείς να δεις τ αυτιά σου)•не для чьих ушей – δεν πρέπει να το ακούσει κάποιος ή να φτάσει στ αυτιά κάποιου•по уши влюбиться (врезаться – κ.τ.τ.) είμαι ερωτοχτυπημένος• πό•уши погрузиться ή увязнуть – είμαι τελείως απορροφημένος•в долгах по уши быть – είμαικα-ταχρεωμένος, ως το λαιμό•и у стен есть уши – και οι τοίχοι έχουν αυτιά (πουθενά και ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι δε σε ακούν). -
97 явление
-я ουδ.1. εμφάνιση, παρουσία(ση), ερχομός, άφιξη, προσέλευση.2. (θεατρ.) μέρος πράξης που τα δρώντα πρόσωπα δεν αλλάζουν.3. φαινόμενο•явление природы φυσικό φαινόμενο•
общественное явление κοινωνικό φαινόμενο•
химическое явление χημικό φαινόμενο•
странное παράξενο φαινόμενο.
(φιλοσ.) η εξωτερική μορφή (ύλης, πραγμάτων κλπ.). -
98 εἷς
εἷς, μίᾰ, ἕν ( μίη only in late [dialect] Ion. Prose): gen. ἑνός, μιᾶς, ἑνός:—[dialect] Ep. [full] ἕεις Hes.Th. 145, AP7.341 (Procl.), cj.in Il.5.603:—[dialect] Dor. [full] ἧς Rhinth. 12, Tab.Heracl.1.136:—[dialect] Ep., [dialect] Aeol., and [dialect] Ion. fem.Aἴᾰ Il.13.354
, prob. in Hp.Morb.4.37; acc.ἴαν Alc.33.6
(prob.), Sapph.69.1 (cf. μηδεΐα), Corinn.Supp.2.56, IG9(2).517.22(Thess.); gen.ἰῆς Il.16.173
,24.496; dat.ἰῇ 9.319
, 11.174, etc.: neut. dat. ([etym.] ἰῷ κίον ἤματι) 6.422. (In Com. οὐδὲ (μηδὲ) εἷς, οὐδὲ (μηδὲ) ἕν, occur, mostly at the end of an iambic trimeter, without elision, Cratin.302,Ar.Ra. 927, Pl.37, 138,al.) (Orig. [full] ἕνς, assim. ἔν ([etym.] δ) prob. in Leg.Gort.9.50, from Εμς, I.-Eur. sem-(cf. ὁμός); μία from sm-ία; ἴα is not related to μία, but prob. to pronom. stem i-(Lat.is), cf.ἰός.)1 as a Numeral, εἷς κοίρανος ἔστω Il.2.204, etc.; strengthd., εἷς οἶος, μία οἴη, a singleA one, one alone, 4.397, Od.7.65;μία μούνη 23.227
;εἷς μοῦνος Hdt.1.119
, Ar.Pl. 1053, etc.;εἷς καὶ μόνος D.H.1.74
; , E.Ph. 894, etc.; opp.πολύς, μία τὰς πολλὰς ψυχὰς ὀλέσασα A.Ag. 1456
, cf. 1465, Ch. 299, etc.b emphatically with a [comp] Sup.,εἷς οἰωνὸς ἄριστος Il.12.243
, etc.: freq. in Trag.,εἷς ἀνὴρ πλεῖστον..πόνον παρασχών A.Pers. 327
;πλείστας ἀνὴρ εἷς.. ἔγημε S.Tr. 460
;κάλλιστ' ἀνὴρ εἷς Id.OT 1380
;ἕνακριθέντ' ἄριστον Id.Ph. 1344
; also in Prose,ἐπὶ πλεῖστον δὴ χλιδῆς εἷς ἀνὴρ ἀπίκετο Hdt.6.127
, cf. Th.8.68; ; : without a [comp] Sup., .c in oppos., made emphatic by the Art., ὁ εἷς, ἡ μία, Il.20.272, Od.20.110, Pl.Cri. 48a;τοῦ ἑνὸς οἱ δύο ἀγαθοὶ βελτίους Arist.Pol. 1287b13
, cf. Theoc.6.22.d with a neg., εἷς οὐδείς no single man, Hdt.1.32;ἓν οὐδὲ ἓν ἴαμα Th.2.51
; οὐκ ἐν ἄλλῳ ἑνί γε χωρίῳ in no other single country, Id.1.80; οὐχ εἷς, i.e. more than one, A.Th. 103, E.Andr.96; εἷς οὐ.., εἷς μή.., emphatic for οὐδείς, μηδείς, Ar.Th. 549, X.An.5.6.12; more emphatic, οὐδὲ εἷς, μηδὲ εἷς, v. οὐδείς, μηδείς.e εἷς ἕκαστος each one, each by himself, Hdt. 1.123, Pl.Prt. 332c, etc.; αἴσθησις μία ἑνός (sc. γένους) one of each, Arist.Metaph. 1003b19: pl.,ἑκάτεροι ἕνες POxy.276.8
(i A.D.).f with κατά, καθ' ἓν ἕκαστον each singly, piece by piece, Hdt.1.9, etc.; καθ' ἕν one by one, Pl.Sph. 217a, etc.; καθ' ἕν, τό, list, PEleph.20.7 (iii B.C.), etc.; καθ' ἕν' ἡμῶν ἕκαστον ἀποστερεῖν to deprive each of us singly, D.21.142, cf. Men.Epit. 164, 186; εἷς κατὰ εἷς one by one, Ev.Marc.14.19; but καθ' ἓν γίγνεσθαι, εἶναι, to be united, Th.8.46, X. HG5.2.16.g with other Preps., above all,Pl.
R. 331b, Phlb. 63c; but alternately,PStrassb.
25.13, etc.; one by one, separately,Hdt.
4.67; ;ἓν ἐφ' ἑνί Id.Sph. 229b
, Lg. 758b: ἓν πρὸς ἕν, with or without συμβάλλειν, in comparisons, Hdt.4.50, Pl.Lg. 647b;πρὸς ἕν' εἷς D.21.131
: alternately,Luc.
Salt.12;εἰς ἓν συναγαγεῖν E.Or. 1640
;ἰσχὺς τοσαύτη εἰς ἓν ξυστᾶσα Th.6.85
;εἰς ἓν μοίρας συνέκυρσας E.Andr. 1172
;ἐς μίαν βουλεύειν Il.2.379
; in full,ἐς μίαν βουλήν Th.5.111
;εἰς μίαν νοεῖν Ael.NA5.9
;ἓν ἐξ ἑνὸς ἐπισεσώρευκεν Arr.Epict.1.10.5
, cf. Luc.Asin.54; ἀπὸ μιᾶς with one accord, Ev.Luc.14.18; at once,S.E.
M.10.124; alsoὑφ' ἓν θέσθαι τὸ ὂν τῷ μὴ ὄντι Plot.6.2.1
; cf. ὑφέν.h in compd. numerals, as an ordinal, τῷ ἑνὶ καὶ τριηκοστῷ [ἔτει] Hdt.5.89, cf.Th.8.109, etc.; so in [dialect] Att. Inscrr., IG2.660.30, al,: later εἷς alone,=first, LXXGe.1.5; μιᾷ τοῦ μηνός ib.8.13.2 one, i.e. the same,τώ μοι μία γείνατο μήτηρ Il. 3.238
, etc.; εἷς καὶ ὁ αὐτός one and the same,ἓν καὶ ταὐτὸν ἀριθμῷ Arist.Metaph. 1039a28
, etc.;ὑπὸ μίαν καὶ τὰν αὐτὰν ἀρχάν Perict.
ap. Stob.3.1.121;ταὐτὸν καὶ ἕν Arist.Ph. 201b3
; soἓν καὶ ὅμοιον Pl.Phdr. 271a
;εἷς καὶ κοινός Plu.2.699f
: c. dat.,ἐμοὶ μιᾶς ἐγένετ' ἐκ ματρός E. Ph. 156
;ἐκ μιᾶς οἰνοχόης Ἐπικούρῳ πεπωκότες Plu.2.1089a
.b possessing unity,ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν Arist.Po. 1462b3
;λίαν ἓν ποιεῖν τὴν πόλιν Id.Pol. 1263b7
;τὰ κυρίως ἕνα Dam.Pr. 437
.3 one, opp. another,ἓν μὲν..ἓν δὲ.. Arist.EN 1139a6
, Pol. 1285b38, etc.;ὁ μὲν..εἷς δὲ..εἷς δ' αὖ.. Od.3.421
sq., cf. Pl.R. 369d;εἷς μὲν..ἕτερος δὲ.. X.HG1.7.23
.4 indefinitely, εἷς τις some one, S.OT 118, Pl.Grg. 471e, etc.;ἐξ ἑνός γέ του τρόπου Th.6.34
; rarely , Pl.Prm. 145d; εἷς γάρ τις ἦν ἕκαστος οὑξειργασμένος each single one was suspected, S.Ant. 262;εἷς ὁστισοῦν Arist.Pol. 1325b28
; εἷς ὁ πρῶτος, Germ. der erste beste, Is.8.33, D.1.9, cf. Luc. Herm.61: alone, like our indef. Art., a, an,Κάδμου θυγατέρων μιᾷ E.Ba. 917
; εἷς κάπηλος, στρατηγός, Ar.Av. 1292, Th.4.50;εἷς Ἀθηναίων D.21.87
, cf. LXXGe.21.15, Ev.Matt.21.19, etc.; εἷς ἀπό.. LXX Le.6.3(22).5 many,A.
Th. 103, Call.Dian.33; οὐχ εἷς οὐδὲ δύο not one or two only, D.29.12; οὐ μίαν οὐδὲ δύο not once nor twice, LXX 4 Ki.6.10;ἓν ἢ καὶ δύο ληφθὲν μαρτύριον Plb.2.38.10
;εἷς ἢ δεύτερος Jul.Or.6.190d
: prov., εἷς ἀνὴρ οὐδεὶς ἀνήρ one man's no man, D.Chr.48.10.6 Math., τὸ ἕν unity, opp.πλῆθος, Pythag.Fr.5, etc.: pl., units,Arist.
Metaph. 1056b21;ὁ ἀριθμός ἐστιν ἕνα πλείω Id.Ph. 207b7
;τῶν προτέρων ἑνῶν Dam.Pr. 460
.7 Philos., ἕν, τό, unity, the One,ἐκ πάντων ἓν καὶ ἐξ ἑνὸς πάντα Heraclit.10
, cf.Emp.17.1, etc.: later indecl.,ἓν εἶναι τοῦ ἓν παρουσίᾳ Plot.6.6.14
, cf.5.5.5. -
99 κοινόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοινόπους
-
100 μετοχή
A sharing, participation, Hdt.1.144, Pl.Ep. 345a, AP9.316.9 (Leon.); περὶ μετοχῆς τοῦ παραδείσου their shares in the orchard, PCair.Zen.369.2 (iii B.C.);παρουσία καὶ μ. Plu.2.945f
; τίς μ. δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; 2 Ep.Cor.6.14; κατὰ μετοχήν in virtue of participation in something else, Arist.Metaph. 1030a13, Ph.1.47; κατὰ μετοχήν τε καὶ μετουσίαν τῆς ἰδέας Polyxenus ap. Alex. Aphr. in Metaph.84.17;μ. καὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων πάντων GDI5040.13
, cf. 5042.8 ([place name] Hierapytna).2 Astrol., joint possession or occupation by two planets, Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.8(3).107,115, Porph.in Ptol. 190.4 partnership, PRev.Laws14.10 (pl., iii B.C.), etc.II Gramm., participle, D.T.634.5, D.H.Comp.2, Plu.2.1011c, A.D.Synt.15.20, al., Poll.7.9, Eust.138.16.
См. также в других словарях:
παρουσία — παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc/acc dual παρουσίᾱ , παρουσία presence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρουσία — (parusia) (греч.) присутствие. Наличие идей в вещах (Платон). Второе пришествие Христа. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… … Dictionary of Greek
παρουσίᾳ — παρουσίαι , παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσία — η 1. αυτοπρόσωπη εμφάνιση, το να είναι κανείς παρών: Η παρουσία του δασκάλου στην τάξη επιδρά κατασταλτικά στις παρορμήσεις των παιδιών. 2. ο ερχομός, η προσέλευση: Δευτέρα Παρουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δευτέρα Παρουσία — Χριστιανική αντίληψη που αναφέρεται στη μέλλουσα κρίση του κόσμου. Σύμφωνα με τη χριστιανική Εκκλησία, η Δ.Π. θα συντελεστεί σε άγνωστο χρόνο, όταν ο Ιησούς έλθει για δεύτερη φορά στη Γη, περιστοιχισμένος από αγγέλους, ως κριτής ζωντανών και… … Dictionary of Greek
παρουσίας — παρουσίᾱς , παρουσία presence fem acc pl παρουσίᾱς , παρουσία presence fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαι — παρουσία presence fem nom/voc pl παρουσίᾱͅ , παρουσία presence fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσιάσας — παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem acc pl (doric) παρουσιά̱σᾱς , παρουσιάζω to be present fut part act fem gen sg (doric) παρουσιάσᾱς , παρουσιάζω to be present aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρουσίαν — παρουσίᾱν , παρουσία presence fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδομητρίωση — Παρουσία έκτοπων εστιών ενδομητρίου εκτός της μήτρας, στην πύελο και σπανιότερα σε πιο απομακρυσμένα σημεία της περιτοναϊκής κοιλότητας. Εξαιρετικά σπάνια έχουν περιγραφεί εστίες ε. στους λεμφαδένες, στην καρδιά, στους πνεύμονες και στα οστά. Οι… … Dictionary of Greek