Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παροιχόμενος

См. также в других словарях:

  • παροιχόμενος — παροίχομαι to have passed by pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»